Ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμς είχε ένα σαφές και απαρέγκλιτο πλάνο για τις κόρες του: η Βίνους θα γινόταν η πρώτη μαύρη πρωταθλήτρια σε ένα από τα μεγάλα τουρνουά τένις, κατά προτίμηση στο Γουίμπλεντον, και η μικρότερη και λίγο παραπονεμένη Σερίνα θα εξελισσόταν στην κορυφαία όλων των εποχών στο άθλημα. Όντως το είχε πει, κι έτσι έγινε. Το είχε βάλει σκοπό της ζωής του, θυσίασε τον χρόνο του και κοπίασε, τριγυρνούσε δεξιά κι αριστερά σαν πλασιέ για να διαφημίζει τις μοναδικές ικανότητες δυο μικρών κοριτσιών που κανείς δεν φαινόταν πρόθυμος να αναλάβει ως χορηγός, σε μια ακριβή και μακρά διαδικασία. Ποιος μπορεί πλέον να βγάλει τρελό έναν άνδρα που κάποτε όλοι κορόιδευαν για τις μεθόδους, τον τρόπο που μιλούσε, το σύστημα που σκαρφίστηκε, πουλούσε και συμπεριλάμβανε πάντα και τον εαυτό του στην εξίσωση, τα ξεσπάσματα και τα καμώματά του, τις προκλητικές δηλώσεις και την ακόμη πιο προβοκατόρικη στάση του απέναντι στους ισχυρούς των ιδιωτικών κλαμπ και των κλειστών, λευκών ενώσεων;

 

Αιχμή του δόρατος ήταν πάντα οι χαρισματικές κόρες του (δύο από τα πολλά παιδιά του), αλλά το πραγματικό του όπλο ανέκαθεν υπήρξε το πείσμα του, χαλυβδωμένο από δεκαετίες υποβάθμισης και απαξίωσης. Με παραγωγούς και εγγυήτριες της αυθεντικότητας της βιωματικής ιστορίας τις διάσημες αδελφές Γουίλιαμς αυτοπροσώπως, η «Μέθοδος των Γουίλιαμς», που εξέπληξε αποσπώντας 6 υποψηφιότητες στα φετινά Όσκαρ, ανάμεσά τους και για αυτά της καλύτερης ταινίας, του σεναρίου και του τραγουδιού «Be Alive» από την Μπιγιόνσε, δεν διστάζει να απεικονίσει τις λιγότερο συμπαθητικές πλευρές του «βασιλιά» Ρίτσαρντ, του αφέντη του σπιτιού του και προσηλωμένου προπονητή των κοριτσιών, που τις σκληραγώγησε και τις τιμώρησε όποτε χρειάστηκε για να αποκτήσουν τσαγανό, πειθαρχία και την απαραίτητη αίσθηση του μαραθωνίου που εμπεριέχει το συγκεκριμένο σπορ πάνω στο παιχνίδι και στη διάρκεια μιας καριέρας.

 

Η ταινία, που συνδυάζει τα αβανταδόρικα είδη της βιογραφίας και του sports movie, μας καλεί να ξεπεράσουμε τη φυσική μεταμόρφωση του Γουίλ Σμιθ και να θυμηθούμε πως πίσω από την πολυλογάδικη, εξωπραγματική μιντιακή του περσόνα κρύβεται ένας ενδιαφέρων δραματικός ηθοποιός, όποτε έχει, σπανίως, αναλάβει ρόλους με αποχρώσεις και απαιτήσεις («Ali», «Concussion», «Six Degrees of Separation», αυτά…). Εδώ πέφτει και σηκώνεται συνέχεια, στροβιλίζεται σε ένα λούνα παρκ του τρόμου, πλάθοντας έναν χαρακτήρα που κι ίδιος δεν γνωρίζει αν αυτά που λέει με τόση πειθώ στέκουν στην αληθινή ζωή - ώρες ώρες δείχνει να διστάζει με το θράσος, αλλά σχεδόν ποτέ δεν οπισθοχωρεί. Πιάνει τις γραφικές πινελιές του, τον εξωφρενικό του δημόσιο λόγο και κυρίως τις στιγμές που αναλογίζεται πως μπορεί να πληγώσει, ή να το έχει ήδη κάνει αλλά το έχει προσπεράσει για χάρη του μεγαλόπνοου και πολύπλοκου σχεδίου του, ειδικά στη σκηνή που η καρτερική σύζυγός του τον ξεμπροστιάζει στην κουζίνα - καθηλωτική η υποψήφια για Όσκαρ Ονζάνί Έλις, σε κάτι παρόμοιο με αυτό που είχε κάνει η Βαϊόλα Ντέιβις στην Αμφιβολία και κυρίως στο Fences, απέναντι στον Ντενζέλ Ουάσινγκτον.

 

Ο οσιομάρτυρας και σκληρό καρύδι Ρίτσαρντ Γουίλιαμς είναι ο σταρ της παράστασης που αργότερα έκλεψαν δικαιωματικά οι κόρες του, στο origin story του Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν, που έχει την πρωτοτυπία ότι βασίζεται σε έναν άλλο χαρακτήρα, τον κυριολεκτικό και πνευματικό δημιουργό τους, κι όχι στις ίδιες, καθώς και την αδυναμία της άμβλυνσης της τραχύτητας που υπονοεί αυτός ο survivor του βίαιου Κόμπτον, όπως αντίστοιχα είχε κάνει ο Τζον Λι Χάνκοκ στο «Blind Side», σε άλλη μια αμερικανική παραβολή ενός ακόμη ταξικού αουτσάιντερ που ξεπερνά τα ταξικά, ρατσιστικά και οικονομικά εμπόδια και αναδεικνύεται βγάζοντας γλώσσα στο αθλητικό κατεστημένο. Στον πιο φαντασμαγορικό ρόλο της χρονιάς, ο Γουίλ Σμιθ βρίσκεται προ των πυλών του πρώτου του Όσκαρ, γιατί τα έχει όλα: το look και τη στάση, πόνο ζυμωμένο με αυθάδεια, το δίκιο με το μέρος του και αδικίες που δεν παραδέχθηκε, τις ατέλειες και την ενέργεια, τον θρίαμβο παρά τις προσωπικές αναποδιές, αλλά και την περσινή ήττα του Τσάντγουικ Μπόζμαν.