Όταν ένας διαρρήκτης, εξειδικευμένος σε κλοπές έργων τέχνης, παραβιάζει τα συστήματα ασφαλείας ενός υπερπολυτελούς ρετιρέ στην καρδιά της Νέας Υόρκης, συμβαίνει το χειρότερο δυνατό σενάριο, βραχυκυκλώνει αμετάκλητα κάθε πιθανή έξοδος από το καλά οχυρωμένο φρούριο με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί ο ίδιος στον αχανή, ακατοίκητο χώρο, απ’ όπου πασχίζει να βρει τρόπο διαφυγής, ενώ ο θεατής δεν είναι σίγουρος τι να βάλει με τον νου του: θα έρθει κάποιος για βοήθεια ή για να χειροτερέψει την ήδη δεινή κατάστασή του, ή θα παρακολουθήσει ένα αγωνιώδες μονόπρακτο επιβίωσης ενός αγνώστου ανώνυμου με απορρυθμισμένη τη θερμοκρασία και κομμένο το νερό;

 

Μόνο θεατρικό δεν είναι το ντεμπούτο στη μυθοπλασία του Βασίλη Κατσούπη: δημιουργώντας μια συνεχή διαλεκτική μεταξύ της απομόνωσης που βιώσαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και του παλιού ερωτήματος περί χρησιμότητας της τέχνης, ρίχνει στην αυστηρή, καλλιεργημένη αρένα του διαμερίσματος με θέα την κόλαση το τέλειο εργαλείο που λέγεται Γουίλεμ Νταφόε, έναν ηθοποιό που αριστεύει στην αποτύπωση μιας ευρύτατης γκάμας σκέψεων και συναισθημάτων, πραγματικό συν-σκηνοθέτη που ερμηνεύει λεπτές αποχρώσεις καταστάσεων που δεν άπτονται μόνο των γνωστών ψυχολογικών σχημάτων, και τον μεταμορφώνει σε έργο τέχνης. Ζει, αναπνέει και συνομιλεί ισάξια με την ακίνητη κολεξιόν που νόμιζε πως θα σηκώσει εύκολα και τώρα παρατηρεί και κατανοεί με μια ευστροφία που δεν συνάδει με αυτήν ενός απλού κλέφτη αλλά προσομοιάζει σε ενός ιδιόμορφου καλλιτέχνη που τόσα χρόνια καταπιέζει την κλίση του.

 

Μετά τον Χριστό, τον Νοσφεράτου, τον Βαν Γκογκ και τον Green Goblin, ο Νταφόε εμπλουτίζει την πινακοθήκη των ξεχωριστών προσωπικοτήτων που έχει υποδυθεί. Αυτήν τη φορά χωρίς πληροφορίες για το background του χαρακτήρα, με μίνιμαλ λόγο και συνδυασμό τεχνικής κατάρτισης και ενστίκτου καλείται να αντεπεξέλθει σε μια συνθήκη στη λογική των μονοπρόσωπων περιπετειών επιβίωσης, στη φλέβα του Τομ Χανκς στον Ναυαγό ή του Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο All is lost.

 

Η εντυπωσιακή συλλογή έργων τέχνης που τον περιστοιχίζει καθρεφτίζει την απόγνωσή του, όσο το αποσυντονισμένο σύστημα συναγερμού διεγείρει τις προσπάθειές του να το αντιστρέψει ‒ η πρωτοτυπία στο Inside είναι πως ο Νίμο, ως άλλος καπετάνιος σε μια τεχνητή φουρτούνα, δεν έρχεται αντιμέτωπος με τα αστάθμητα καπρίτσια της φύσης αλλά με ένα «έξυπνο» οικοσύστημα που έχει μάθει να αυτοσυντηρείται, αλλά όχι να υποστηρίζει ανθρώπους. Από τα σκιτσάκια που παραπέμπουν στα πρωτόγονα σπήλαια ως το ακούσιο «γλυπτό αφόδευσης», ο άνδρας που νόμιζε πως θα κλέψει εύκολα έργα του Έγκον Σίλε, ώσπου ο εφιαλτικός αντικατοπτρισμός της χρυσής φυλακής του εξελίσσεται σε κάτι συγγενές με τις παραμορφωτικές, όσο και αποκαλυπτικές αυτοπροσωπογραφίες του Αυστριακού εξπρεσιονιστή ζωγράφου, συνιστά έναν στοχασμό για τη ρωγμή του απροσδόκητου στην υπερσχεδιασμένη λογική και την κοινωνία της τεμπέλικης, αλαζονικής βεβαιότητας.

 

Το Inside, ένα high concept υπαρξιακό θρίλερ που είναι ταυτόχρονα ένας μίνι λαβύρινθος από παγίδες και μια αλληγορία του εγκιβωτισμού του πρόσφατου lockdown, έχει την επιπλέον αποστολή να αναμετρηθεί με τον εαυτό του. Υπάρχει μια εσωτερίκευση στο φιλμ του Κατσούπη που αναγκαστικά πηγάζει και προκύπτει από τη φύση του θέματος (θέλει αρετή και τόλμη από τον θεατή να περάσει περίπου δύο ώρες με έναν frustrated μεσήλικα, ακόμη και αν το σαν παλάτι σκηνικό είναι αρχιτεκτονικά όμορφο και παρέα έχεις τον Νταφόε), αλλά τα επίπεδα καταφέρνουν να λειτουργούν, ο χρόνος σπάει, η θερμότητα τρελαίνεται, τα επιμέρους άψυχα στοιχεία γίνονται ζωτικά και συμπρωταγωνιστούν, και το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από το απλό «τι θα απογίνει» στο «πώς θα συνεχίσει». Μια ασφυκτική απόλαυση.