«Δεν είναι καλός αφηγητής, τι να κάνουμε, είναι χάλια», λέει η Tόβα για τον σύζυγό της τον Μέιρ στο οικογενειακό τραπέζι με τις κόρες τους όταν εκείνος αποτυγχάνει να αφηγηθεί μια αστεία ιστορία από το παρελθόν με την ευφράδεια και τη θεατρικότητα εκείνων των ανθρώπων που είναι γεννημένοι διασκεδαστές. Ο τρόπος που το λέει και το προσποιητό χαμόγελο που συνοδεύει τα λόγια της υποδηλώνουν μια βαθύτερη απογοήτευση για πράγματα που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις αφηγηματικές ικανότητες του συζύγου της. Μια παρεμφερή απογοήτευση μοιάζει να μοιράζεται και ο Μέιρ, που δείχνει αποστασιοποιημένος απ’ όσα συμβαίνουν, μα ανήμπορος να εκφραστεί. 

 

Σε μία από τις ουκ ολίγες στιγμές αστικού λυρισμού που επιφυλάσσει αυτή η μικρή έκπληξη από το Ισραήλ ο Μέιρ κοιτάζει από το μπαλκόνι του τα παράθυρα των απέναντι διαμερισμάτων, μια μελαγχολική ηλεκτρονική μελωδία ντύνει μουσικά το θέαμα και νιώθεις λες και ο ήρωας προσπαθεί να παρακολουθήσει από «τον εξώστη μια άλλη ταινία», μα το κάδρο της είναι ακόμα φλουταρισμένο. Δεν έχει, βλέπεις, τα εργαλεία, είναι εγκλωβισμένος κι αυτός και η σύζυγός του σε ένα μικροαστικό μοντέλο κοινής ζωής και στα στερεότυπα που το συνοδεύουν, το οποίο μπορεί φυσικά να είναι μια επιλογή, μα δεν είναι η μόνη. Παντρεμένοι για 46 χρόνια, προσηλωμένοι στη ρουτίνα τους ‒η «απόδρασή» τους είναι παραδοσιακά λίγες μέρες διακοπών στη Ρόδο‒, θα ανακαλύψουν αυτό το δικαίωμα της επιλογής όταν ο πενηντάχρονος νέος τους γείτονας τούς καλεί στο ρετιρέ του, όπου τους περιμένει με μια διεμφυλική φίλη του. Οι τέσσερίς τους περνούν μια διασκεδαστική βραδιά με κοκτέιλ, καραόκε αλλά και μια διαφωτιστικά αμήχανη συζήτηση για το πού βρίσκονται στη ζωή τους. Η γνωριμία τους αυτή θα πυροδοτήσει την ανάγκη εκπλήρωσης καταπιεσμένων επιθυμιών, τις παρεπόμενες ενοχές αλλά και συγκρούσεις, εσωτερικές και εξωτερικές. 

 

Αυτό που ακολουθεί είναι μια ταινία η οποία, μέσα από το κεντρικό ζευγάρι της, δίνει χρόνο και βήμα σε όλους τους ανθρώπους που μπορεί να βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση –δεν στρέφει τυχαία ο Ρόζενταλ τον φακό στις υπόλοιπες πολυκατοικίες‒ έχει γλυκόπικρο χιούμορ, φθορίζοντες φωτισμούς, τραγούδι και ένα φινάλε κυριολεκτικά και μεταφορικά ελληνικό.