Στα ’90s το σινεμά τρόμου παραμέρισε φαντασματικές παρουσίες και δαιμονικές υπάρξεις και αναζήτησε την απειλή στη Γη, σε αληθινούς φορείς σατανικής συμπεριφοράς, τους serial killers. Το πνευματικό στοιχείο δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς: τόσο ο Χάνιμπαλ Λέκτερ όσο και ο Τζον Ντο του Seven συμβολίζουν το Κακό. Το τελευταίο παραμένει ασύλληπτο και άυλο, μα οι εκπρόσωποί του έχουν υλική υπόσταση και ανθρώπινη(;) φύση. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας οι serial killers τρομοκράτησαν το φιλοθεάμον κοινό για να δώσουν τη θέση τους και πάλι στη μεταφυσική λίγο πριν από το Millennium, ίσως επειδή ο περιβόητος ιός του θα έφερνε το τέλος του κόσμου, γεννώντας την ανάγκη να τα βρούμε με τον Θεό αλλά και με τη Νέμεσή του – βλέπε The Ninth Gate και End of Days.

 

Το Longlegs έρχεται για να τα συνδυάσει και τα δύο. Στην ταινία του Οζ Πέρκινς, υιού του Άντονι, η απειλή πηγάζει από έναν νοσηρό serial killer που ενεργεί ως εκπρόσωπος του Κακού, το οποίο όμως δεν πλανάται συμβολικά και αόριστα πάνω από τη δραματουργία αλλά είναι προσδιορισμένο, έχει σαφείς σατανικές καταβολές και ανατριχιαστική όψη. Στο κατόπι του δολοφόνου βρίσκεται μια πράκτορας του FBI με προγνωστικά χαρίσματα, που βλέπει την ψυχική της ισορροπία να διαταράσσεται καθώς ξετυλίγει τον μίτο του μυστηρίου.

 

Δεν μπορείς να παραγνωρίσεις τις ικανότητες του Πέρκινς στην παραγωγή απόκοσμης εικονογραφίας και στην πρόκληση αγριευτικής διάθεσης μέσω του ηχητικού σχεδιασμού. Σενάριο δεν είχαν τα προηγούμενα έργα του. Εδώ σημειώνει πρόοδο· σενάριο υπάρχει, ελπίζουμε την επόμενη φορά να είναι και καλύτερο – το παρόν θα το συναντούσες κάλλιστα στον απλώς επαρκή, μέσο εκπρόσωπο του υποείδους στα ’90s. Η μεγάλη αποκάλυψη είναι προβλέψιμη αν έχεις καταναλώσει λίγη παραπάνω σχετική μυθοπλασία και το περιεχόμενο περιορίζεται σε ακόμα μία διαπίστωση περί αδυναμίας αντίστασης στο εξωγενές Κακό – εδώ η ταινία εφάπτεται με το παγανιστικό Witch του Ρόμπερτ Έγκερς. Ωστόσο, η ύπαρξη μιας πλοκής με αρχή, μέση και τέλος δίνει σκελετό στους ασπόνδυλους εφιάλτες του Πέρκινς και αφήνει την εντύπωση ενός συγκροτημένου οράματος, στις ρωγμές και στις ραφές του οποίου καραδοκεί ένα Κακό απέραντο που ακούει στο όνομα Νίκολας Κέιτζ.

 

Το προωθητικό υλικό της ταινίας, που επαινέθηκε για την αφαίρεσή του, στην πραγματικότητα έχει αποκαλύψει πάρα πολλά, κράτησε κρυμμένο, ωστόσο, το μεγάλο του ατού, την πλήρη όψη και τη μανιακή περφόρμανς αυτού του φαντεζί σολίστα της ασύγχρονης υποκριτικής. Ο sui generis ηθοποιός, που διένυσε την απόσταση από τη χλεύη στη δόξα μέσα από οκάδες αμφιβόλου ποιότητας VOD περιεχομένου (και ξοδεμένου bandwidth), κάνει εδώ και χρόνια επιλογές που τον καθησυχάζουν ότι εκείνες οι αδιανόητα over the top, ενστικτώδεις λήψεις που εξαφανίζονταν στο δωμάτιο του μοντάζ θα καταλήξουν στο τελικό cut της ταινίας. Το κοινό (του) πια τις περιμένει, σε βαθμό που ίσως να έπαψαν να εκπλήσσουν. Εδώ, όμως, λειτουργούν υπέρ του τρόμου. Οι υπεύθυνοι μακιγιάζ έχουν κάνει αρκετή δουλειά ώστε ο Longlegs να παραπέμπει περισσότερο σε ον με ανθρώπινα χαρακτηριστικά παρά σε άνθρωπο, είναι όμως η αίσθηση του κινδύνου που πηγάζει από το παίξιμο του ίδιου του Κέιτζ, από την εγκατεστημένη γνώση ενός αβανγκάρντ ερμηνευτικού ελιγμού που στο συγκεκριμένο πλαίσιο προκαλεί περισσότερη αγωνία παρά προσμονή.

 

Ο Πέρκινς μας εμφανίζει τον Longlegs σχεδόν με το «καλημέρα» παρέα με μια λιντσιανή στριγκλιά, για να τον εξαφανίσει στη συνέχεια για αρκετή ώρα. Κι όμως, όπως ο Λέκτερ του Χόπκινς στη Σιωπή των Αμνών, είναι πανταχού παρών, κυριαρχεί στην ταινία, επειδή εκπροσωπεί ένα Κακό που για τον Πέρκινς έχει επικρατήσει, επειδή ο σκηνοθέτης στήνει τις εμφανίσεις του μεθοδικά και μυθικά –ιδιοφυές το εύρημα του freeze frame, αλλά δεν κάνει να πούμε περισσότερα– και επειδή ο ηθοποιός καταφεύγει σε εμπνεύσεις και λαρυγγισμούς που δεν υπογραμμίζουν απλώς αλλά εντείνουν τη χαοτική φύση της απειλής. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, ο Τζόκερ της ταινίας, μόνο που ο Μπάτμαν της Μάικα Μονρό μοιάζει χαμένος από χέρι, επειδή παραλύει από τον φόβο του, ενώ ταυτόχρονα γοητεύεται από το σκοτάδι του. Ο Κέιτζ, από την άλλη, δεν προσπαθεί ποτέ να μας γοητεύσει, όπως οι ηθοποιοί που ενσάρκωσαν τον σαλό κλόουν της DC. Mοιάζει να θέλει όντως το κακό μας, να στήνει οντισιόν για να πάρει τον ρόλο του Μπαμπούλα που μας επισκέπτεται στον ύπνο μας· και τον κερδίζει με κολασμένους βρυχηθμούς και βλέμμα που κοχλάζει.