To Petite Fleur είναι η διασημότερη μελωδία που έπλασε το αμερικανικό ιερό τέρας της τζαζ Σίντνεϊ Μπεσέ ή, τουλάχιστον, ήταν μέχρι να έρθουν τα Μεσάνυχτα στο Παρίσι και ένα τρίλεπτο μοντάζ πόλης από εκείνα που μόνο ο Γούντι κάνει έτσι, το οποίο ντύθηκε μουσικά με το «Si tu vois ma mere».

 

Το τραγούδι προέκυψε μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του μουσικού στο Παρίσι, έπειτα από περιπέτειες που θα γέμιζαν δεκαπέντε ζωές κι άλλες τόσες ταινίες. Είναι ένα τραγούδι που έγραψε ένας Αμερικανός στο Παρίσι, συμφιλιωμένος με την απόφασή του να εγκατασταθεί εκεί, ένα τραγούδι που παντρεύει αρμονικά τους ήχους της Νέας Ορλεάνης με το παριζιάνικο μουσικό ιδίωμα. Ίσως γι’ αυτό κάθε φορά που ακούγεται στο πικάπ o Ζοσέ δολοφονεί τον γείτονά του, για να τον δει να επιστρέφει ολοζώντανος την επόμενη μέρα – θα επανέλθουμε σε αυτό σε λίγο. Βλέπεις, μετά τη γέννηση του παιδιού του, ο ήρωας μετακόμισε μετά συζύγου και τέκνου από το Ροζάριο της Αργεντινής σε μια πόλη στη Γαλλία, κάπου στην περιοχή του Μασίφ Σεντράλ, έχοντας συμφωνήσει να σχεδιάσει το λογότυπο για μια εταιρεία ελαστικών, για να απολυθεί λίγο καιρό μετά, μην μπορώντας να ικανοποιήσει τους εργοδότες του. 

 

Η απώλεια της εργασιακής ιδιότητας, η απόκτηση της πατρικής ιδιότητας και η επακόλουθη «χειραφέτηση» της γυναίκας του πυροδοτούν έναν ανομολόγητο φόβο «εξημέρωσης» και αρσενικού «υποβιβασμού» σε αυτό τον straight(;), συνεσταλμένο άνδρα που στην πατρίδα του ήταν γνωστός για τα κόμικς του με ένα αυγό που περπατάει και τώρα αλλάζει πάνες σε μια περιοχή στην οποία νιώθει ξένος, με τη σύζυγό του να τον επιπλήττει για τα φριχτά γαλλικά του και να γοητεύεται από έναν θεραπευτή με εναλλακτικές μεθόδους. Ίσως γι’ αυτό να τον εκνευρίζει τόσο ο γείτονάς του –ένας απολαυστικά γλοιώδης Μελβίλ Πουπό‒, καθώς έχει όσα (νομίζει πως) θα ήθελε ο ίδιος: την ανεξαρτησία, την οικονομική ευρωστία, την ευφράδεια, τις μουσικές γνώσεις, την αδίστακτη συμπεριφορά, τη… γαλλικότητα. 

 

Η δολοφονία και η ανάσταση του γείτονα αποτελούν ένα παράδοξο, από εκείνα που έρχονται συχνά στο σινεμά για να διδάξουν κάτι σε έναν χαρακτήρα – θυμάστε τη Μέρα της Μαρμότας; Από τη μια ορθώς δεν αποκαλύπτεται η προέλευσή του, από την άλλη ο Μίτρε δεν δίνει κανένα hint για να καταλάβουμε αν αποτελεί κάποια συνωμοσία του σύμπαντος ή αν είναι προϊόν της φαντασίας του Ζοσέ, ασχέτως του αν καθιστά σαφές τι εξυπηρετεί συμβολικά. Δεν κατορθώνει, εν ολίγοις, να συστήσει κάποιους στοιχειώδεις κανόνες λειτουργίας του φιλμικού του σύμπαντος.

 

Πάρτε ως παράδειγμα το πρόσφατο «Beau is afraid», άσχετα από το πώς σας φάνηκε – εμάς πχ. δεν μας άρεσε. Εκεί ο Άστερ καθιστά σαφές από τα πρώτα λεπτά και με κινηματογραφικούς όρους, χωρίς να το επεξηγεί ευθέως, ότι η δράση του φιλμ εξελίσσεται καθαρά στο επίπεδο του φαντασιακού, ενώ το Petite Fleur είναι ασαφές ως προς το συγκεκριμένο σκέλος, μια ασάφεια που συναντάς και στο παρελθόν του σκηνοθέτη ‒ το La Cordillera είχε αρκετά κενά.

 

Το δεδομένο είναι ότι ο ήρωας περνά μια κρίση ταυτότητας με αφετηρία τη γέννηση του παιδιού του –δεν ξεκινά τυχαία με τη σκηνή της γέννας το έργο– και ότι αδυνατεί να συμφιλιωθεί με τις εξωτερικές συνθήκες, με τις εσωτερικές του παρορμήσεις, με τη νέα του ρουτίνα και με τη σύζυγο που έχει απέναντί του, αισθανόμενος μεγάλη ανασφάλεια – χαρακτηριστική η κωμική σκηνή όπου οι δυο τους παρακολουθούν μια συναυλία του Ερβέ Βιλάρ και όταν εκείνη φωνάζει «Ερβέ, σ’αγαπώ», αυτός τη ρωτά αν αγαπά τον Ερβέ περισσότερο από τον ίδιο. Πρακτικά, ο Ζοσέ αναζητά την ισορροπία που εκφράζει το τραγούδι «Petite Fleur» και η ταινία του Μίτρε εξιστορεί μέσω του… επανειλημμένα δολοφονημένου γείτονα (και αρσενικού προτύπου) την πορεία του προς την εύρεση αυτής της ισορροπίας.

 

Είναι κρίμα που, σε αντίθεση με τον ήρωα, ο οποίος τελικά θα τα καταφέρει με έναν όμορφο (στο συμβολικό του επίπεδο) τρόπο, ο Μίτρε αδυνατεί να βρει ανάλογη ισορροπία ανάμεσα στη σκληρή μαύρη κωμωδία, τη σουρεαλιστική φαντασία, το εύθυμο ψυχογράφημα, τη σεξοκωμωδία και το δράμα σχέσεων. Έστω κι έτσι, πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα και σποραδικά γοητευτική αστοχία, πολύ διαφορετική από το Argentina, 1985 που έφτασε μέχρι τα Όσκαρ και έβαλε τον σκηνοθέτη για τα καλά στον κινηματογραφικό χάρτη. Κι αυτή η διαφορετικότητά της μαρτυρά ένα ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα, το οποίο, αν κάποτε συμφιλιωθεί με τις αντιφάσεις του, ίσως καταφέρει να μας δώσει το δικό του Petite Fleur.