«No more Lubitsch», μονολόγησε με σκυμμένο το κεφάλι ο Μπίλι Γουάιλντερ στην κηδεία του σπουδαίου Γερμανού σκηνοθέτη. «Ακόμη χειρότερα, no more Lubitsch films», του απάντησε προφητικά ο συνάδελφος Γουίλιαμ Γουάιλερ.
Κι ενώ ένα αντίστοιχο «no more Bowie songs» θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμοστεί στην περίπτωση του Βρετανού τραγουδοποιού, το ότι δεν υπάρχει πια ο Ντέιβιντ Μπόουι, συνολικά και απόλυτα, ένας generaliste, όπως περιέγραψε την κοσμική του ιδιότητα, αναγεννησιακός και ανήσυχος σε μνημειωδώς χαμαιλεοντικό βαθμό, προκαλεί βαθύτερη θλίψη από το νήμα που κόπηκε στη δισκογραφία του μετά τον θάνατό του το 2016.
Στο Moonage Daydream, που πήρε τον τίτλο από το ομώνυμο τραγούδι του 1972, ο Μπρετ Μόργκεν (The kid stays in the picture) συνέθεσε μια απογειωτική, νευρώδη ποπ όπερα με θέμα τη ζωή και το έργο του, έχοντας πρωτοφανή πρόσβαση σε ανέκδοτο υλικό, ηχογραφήσεις και συνεντεύξεις, μαζί με live εμφανίσεις που έχουμε ξαναδεί ‒ είναι το πρώτο ντοκιμαντέρ για τον δηλωμένο στο ληξιαρχείο του Μπρίξτον Ντέιβιντ Τζόουνς με τις ευλογίες και την άδεια του estate του. Το εγχείρημα είναι δύσκολο, γιατί εναγκαλίζεται ασταμάτητα το χάος που τόσο γοήτευσε τον Μπόουι, έτσι ώστε να πυροδοτεί τα μεταμορφωτικά περάσματα από τη μια περσόνα στην επόμενη, σαν κινητήριος δύναμη που αντιτίθεται σε μια απεχθή γι’ αυτόν, αντιδημιουργική στατικότητα.
Από τον εξωγήινο Ζίγκι, που εφευρέθηκε για να αποτίσει έναν θεατράλε, σημειολογικό αποχαιρετισμό στο concept και την ταυτότητα του ροκ σταρ και τη διετή, άβολη, αν και παραγωγικότατη προσαρμογή του στη σκηνή του Λος Άντζελες, που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή (οι συνεντεύξεις του εκείνη την περίοδο φανερώνουν ένα ετοιμόρροπο, στριμωγμένο φάντασμα που άλλαζε look σαν τα πουκάμισα, αλλά τι κομματάρες έγραψε ο ισχνός λευκός Δούκας…), μέχρι την έκκληση στον μάγο Μπράιαν Ίνο να ανακατέψει την ηχητική του τράπουλα, ακόμη και, κυριολεκτικά, τις νότες, και την πειραματική του ανάσα κατά τη βερολινέζικη «αποτοξίνωσή» του ‒η ανάταση του Low τα λέει όλα‒, ο Μπόουι του Moonage Daydream διασχίζει ένα ογκώδες και εκλεκτικό πλατό από επιδράσεις και ανακαλύψεις, αναζητώντας απεγνωσμένα, μανιακά, αλλά πάντα συγκινητικά, καινοτομίες και αλλαγές για να ξεδιψάσει την ανάγκη του για αυτογνωσία και έκφραση και, όπως ομολογεί, για να μην επαναπαυθεί στη φιλοσοφική ευμάρεια.
Ώσπου πήρε την απαραίτητη απόσταση, ταξίδεψε και σκέφτηκε, επανήλθε με την αισιόδοξη και όχι σώνει και καλά βαριά σε σημασίες χορευτική προτροπή του let’s dance, προϋπαντώντας ξανθά και en costume τα ’80s, και γνώρισε τον έρωτα με την Ιμάν, τοποθετώντας σε άλλη βάση τις προτεραιότητες και την έννοια του ελεύθερου χρόνου στην τελευταία φάση του δημόσιου και ιδιωτικού του βίου.
Ένας ρόκερ των καλών τεχνών, ευρυμαθής και πολυεπίπεδος, παρατηρητής των κοινωνικών ρευμάτων και θαυμάσιος αναλυτής των τάσεων που προκαλούσε, που βούτηξε στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στο μη παραστατικό βίντεο, στη συγγραφή και στην υποκριτική με κυμαινόμενα, αλλά πάντα «χαζευτικά» αποτελέσματα, χωρίς ποτέ να σταματήσει κάποια από τις περιφερειακές του ασχολίες, τροφοδοτώντας με συνέπεια τη βασική του ιδιότητα, εκείνη του performer στα στούντιο και επί σκηνής, κατά προτίμηση μπροστά στον φακό.
Στο συναρπαστικό ντοκιμαντέρ του Μόργκεν το εναλλασσόμενο σύμπαν του Μπόουι διαχέεται σε ένα αυτόνομο έργο που μας προσκαλεί να διασκεδάσουμε με την ψυχή μας, να μάθουμε όσα χρειάζεται για τον άνθρωπο σε μια α-τυπική σειρά, να ασπαστούμε το κινούμενο ψηφιδωτό του κορυφαίου εικονίσματος, αν τον έχουμε τοποθετήσει σε ένα ψηλό βάθρο, να διακρίνουμε τις ανασφάλειες και τις αντιφάσεις του (σαν να προσπαθούμε να μαντέψουμε ποιο από τα δυο του μάτια λέει την αλήθεια!) και κυρίως να κατανοήσουμε, στην αέναη προσπάθειά του να υπερβεί τον εαυτό του και τους μέντορες, σαν να τον κυνηγούσε ο Χάρος της αδράνειας, τι ήθελε να πετύχει ‒ περίπου, γιατί το χάος δεν συλλαμβάνεται ακριβώς με στενούς όρους, πολύχρωμο μακιγιάζ και ενδιαφέρουσες ατάκες. Το κάτι παραπάνω που ήταν ο Μπόουι βρίσκεται στην καρδιά του Moonage Daydream, αιωρούμενο και όσο χρειάζεται αινιγματικό.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0