Τα Μπάσταρδα του τίτλου αναφέρονται σε μια παρέα νεαρών που έχουν χτίσει μια ιδιότυπη κοινότητα και περνούν τον χρόνο τους σε ένα σπίτι στην εξοχή. Στην (εύλογη) απορία μας αν ο χαρακτηρισμός είναι προϊόν αυτοπροσδιορισμού, έρχονται να απαντήσουν οι ίδιοι οι ήρωες στην εισαγωγή με μια σειρά από πλάνα που σπάνε τον τέταρτο τοίχο και, απευθυνόμενοι σ’ εμάς τους θεατές, μας εξηγούν (περίπου) τον τρόπο λειτουργίας αυτής της κοινότητας. «Θα καταλύσουμε όλες τις κοινωνικές κατασκευές και αν δημιουργήσουμε δικές μας, θα τις καταστρέψουμε κι αυτές», «θα λέμε ό,τι σκεφτόμαστε άκριτα, ανυποχώρητα και βροντερά», «θα έχουμε δυνατότητα να επιλέξουμε ανάμεσα σε δέκα φύλα και θα μπορούμε να αλλάζουμε κατά βούληση», ακούγονται να λένε στις… προγραμματικές εξαγγελίες τους. Ο βασικός κανόνας είναι ότι δεν υπάρχουν κανόνες ή τουλάχιστον κανόνες σαν εκείνους με τους οποίους μεγάλωσαν. Η ετεροτοπία τους έχει ως βασικές αρχές τον ηδονισμό, την ελευθερία ή τουλάχιστον την επίφασή της, τη ρευστή ταυτότητα, την αυθόρμητη δράση ή την αμετανόητη απουσία της, πάντα με γνώμονα τη διάθεση και τις επιθυμίες της στιγμής.

 

Γράψαμε για επίφαση ελευθερίας και όχι για ελευθερία, γιατί στην πραγματικότητα τα τραύματα που κουβαλάς και τα απομεινάρια των συμβάσεων και του τρόπου που μεγάλωσες θα σε ακολουθούν ακόμα κι αν χτίσεις μια θεωρητικά ασφαλή και απρόσιτη φωλιά, έξω από την κοινωνία, όπου πιστεύεις ότι δεν θα σε βρει κανείς. Υπάρχει η αρχική ιδέα μιας νεανικής, αυτοσχέδιας Σάνγκρι-Λα, οι πολίτες της οποίας θαρρούν πως βρήκαν το μυστικό της ειρήνης και της ευδαιμονίας στο γκλίτερ, στο σπέρμα, στο σάλιο και στην ελευθεροστομία, υπάρχει και μια κατάληξη που μετατρέπει την ετεροτοπία σε χίμαιρα και είναι σημειολογικά σαφέστατη μέσα στη βαναυσότητά της – θα θέλαμε να γράψουμε περισσότερα επ’ αυτού, μα θα χαλούσαμε τον αντίκτυπο της έκπληξης. Η μαγιά για μια μεστή ταινία μικρού μήκους είναι εδώ, μα η ανάπτυξή της, ώστε να στηρίξει ένα μεγαλύτερο σε έκταση και διάρκεια φιλμικό οικοδόμημα, είναι ελλιπής, λόγω ανεπαρκούς υλικού. Γίνεται μια προσπάθεια (ανα)πλήρωσης στο ενδιάμεσο με αυτοσχεδιασμούς και στιγμιότυπα ονειροφαντασίας σαν εκείνο το «καλειδοσκοπικό» ενός γαλαξία που κρύβεται μέσα σε… αιδοίο με την αναπαραγωγή ενός weird ιδιώματος τόσο στον λόγο όσο και στην εκφορά του από το (κατά τα άλλα ταλαντούχο και φωτογενές) καστ, αλλά και με παρωχημένες «προκλήσεις», όπως μια παρεξηγήσιμη συζήτηση κι ένας αμοιβαίος αυνανισμός μεταξύ αδελφών ή οι συχνές εκτοξεύσεις σωματικών υγρών από τους χαρακτήρες, μα στην πραγματικότητα η ταινία απλώς κυνηγάει την ουρά της. Χορεύει ακανόνιστα στους ρυθμούς του ηλεκτρονικού της σάουντρακ, μέχρι να φτάσει ασθμαίνοντας (ή μάλλον αναστενάζοντας) ως την προαναφερθείσα κατακλείδα.

 

Σίγουρα, το στυλ του δημιουργού δεν στερείται γοητείας και είναι αναγνωρίσιμο από τη μικρού μήκους προϋπηρεσία του, η οποία κατάφερε να βρει σημείο επαφής με τη διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα εγχώριων σινεφίλ που παρακολουθούν φανατικά τη μικρομηκάδικη σκηνή. Και αντιλαμβανόμαστε ότι το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του ίσως καταφέρει να μιλήσει στην καρδιά κάποιων «μπάσταρδων» εκεί έξω, αλλά φοβόμαστε ότι δεν έχει και πολλά να τους πει επί της ουσίας.