Ένας άνδρας και μια γυναίκα που διαμένουν με την κόρη τους σε πολυκατοικία στο Παρίσι πωλούν το υπόγειό τους σε έναν φαινομενικά ευγενή άνδρα. Σύντομα διαπιστώνουν όχι μόνο ότι αυτός εγκαθίσταται και κοιμάται εκεί αλλά και ότι είναι ακροδεξιών πεποιθήσεων και αρνητής του Ολοκαυτώματος.

 

Οι προσπάθειές τους να ακυρώσουν τη σύμβαση πώλησης βρίσκουν εμπόδια τόσο στην αργή απονομή της Δικαιοσύνης όσο και στην απροθυμία των υπόλοιπων ενοίκων να δράσουν αναλόγως. Στο μεταξύ, ο κάτοικος του υπογείου… πλευρίζει (#diplhs) την κόρη και σύντομα οι ρωγμές στην ενότητα της οικογένειας και των ενοίκων της πολυκατοικίας διογκώνονται. 

 

Το κακό, λοιπόν, εγκαθίσταται στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας και, έτσι φιλικό και φιλήσυχο όπως φαίνεται, «καταστρέφει» το κτίριο από τα κάτω, αφήνοντας τους ενοίκους να τρώγονται μεταξύ τους. Το διαβάζεις και σκέφτεσαι τι θαύματα θα έκανε με αυτό το premise ένας Πολάνσκι ή οι αδελφοί Κοέν.

 

Έλα, όμως, που οι ελιγμοί του σεναρίου οδηγούν σύντομα τα δρώμενα προς την υπερβολή. Με μια τονικά και υφολογικά διαφορετική διαχείριση του υλικού, σαν σάτιρα ή μαύρη κωμωδία, αυτή η υπερβολή θα μετατρεπόταν σε ατού, θα ήταν «δικαιολογημένη» από τους κανόνες λειτουργίας του φιλμικού σύμπαντος. Δυστυχώς, ο Φιλίπ Λε Γκε παίρνει το υλικό του στα σοβαρά, επιλέγει την οδό του στρυφνού, ρεαλιστικού (ψευδο)θρίλερ, με αποτέλεσμα το θέαμα να γίνεται ολοένα και πιο αναληθοφανές, η διαχείρισή του να φαντάζει (και, τελικά, να καταλήγει) υστερική και η αδιαμφισβήτητων χαρισμάτων πρωταγωνιστική τριπλέτα να μένει ξεκρέμαστη. Ανεξάρτητα απ’ όσα μας δίδαξε το ελληνικό πεντάγραμμο, καμιά φορά δεν είναι ούτε στα υπόγεια η θέα.