«Που να πάρει, νόμιζα ότι μόνο εγώ μπορούσα να γυρίζω τους Ιντιάνα», αναφώνησε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ όταν παρακολούθησε την τελική κόπια του αγαπημένου (του) ήρωα που συνδημιούργησε στα μεγάλα σινεφίλ κέφια της νεότητας με τον παλιόφιλο Τζορτζ Λούκας.

 

Σαράντα και βάλε χρόνια αργότερα, ο κορυφαίος αποσύρθηκε από τη μάχη, όχι γιατί δεν είναι σε θέση αλλά διότι είχε δρομολογήσει άλλα πρότζεκτ, παραχωρώντας τη βαριά ευθύνη για μία από τις πλέον καλοδουλεμένες και κολοσσιαία επιτυχημένες ελαφρές ψυχαγωγίες που βγήκαν ποτέ από τα αμερικανικά στούντιο, στον Τζέιμς Μάνγκολντ, ο οποίος είχε ξεκινήσει την καριέρα του αμφίβολα με το Copland, αλλά έδειξε την ικανότητά του στα ακριβά παιχνίδια των άλλων με το Logan. Και το αποτέλεσμα είναι, προς ανακούφιση όλων, απλόχερα διασκεδαστικό, μια επιστροφή στις ρίζες του αρχαιολόγου με το μαστίγιο και την ηθική στάση απέναντι στα ασύλητα κειμήλια της Ιστορίας, ένα κράμα φανταστικού και στοχαστικού.

 

Μερικές ψηφιακές ολιγωρίες, σα να μην πρόφτασαν να φινίρουν όλα τα εφέ στην ώρα τους, συγχωρούνται από τις περίτεχνες, ανελέητες καταδιώξεις καθώς και την αίσθηση πως ο Χάρισον Φορντ εμφανώς μεγάλωσε, αλλά ευτυχώς το αναγνωρίζει, και χρησιμοποιεί την πείρα του με ευπρέπεια και την ευπρόσδεκτη στραβοχαμογελαστή του ειρωνεία, χωρίς εκνευριστικό, ψευτοεφηβικό αυτοσαρκασμό.

 

Η εναρκτήρια σκηνή είναι vintage Indiana: αντιμέτωπος με τους ναζί, ο Τζόουνς, παρέα με τον συνοδοιπόρο και καλό του φίλο Μπέιζιλ Σο (Τόμπι Τζόουνς, απλή συνωνυμία…), ψάχνει σε ένα βαγόνι κάτι που όλοι νομίζουν πως είναι εξαιρετικά πολύτιμο και θαυματουργό. Αλλά, εκεί που βρήκαν τη λόγχη που μάτωσε τον Ιησού, ανακαλύπτουν, πρώτον ότι είναι πλαστή και, δεύτερο και κυριότερο, πως ανάμεσα στα λάφυρα που προορίζονται για τον Χίτλερ στα πρόθυρα της διαγραφόμενης ήττας του είναι και ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων. Στο κατόπι τους είναι ο φυσικός Γιούργκεν Φόλερ, γνώστης και άρπαγας, μια διάνοια που δεν ξεδιπλώνει τα χαρτιά του και φαίνεται να χάνει την πρώτη παρτίδα σε μια καταδίωξη με κομμένη την ανάσα και λυμένα τα φρένα, σε μια αμαξοστοιχία τίγκα στους αναλώσιμους Γερμανούς και τους συμμάχους από αέρος να μην έχουν ιδέα πως ο πόλεμος έχει αλλάξει μέτωπο.

 

Cut στο 1969, όπου ο απογοητευμένος καθηγητής Τζόουνς έχει ξεχάσει τον παλιό Ιντιάνα, έχει χάσει τον γιο του στο Βιετνάμ και τη σύζυγό του από το πλευρό του. Λόγω της συναισθηματικής του νέκρωσης παραμένει παγερά αδιάφορος στους πανηγυρικούς εορτασμούς στις λεωφόρους της Νέας Υόρκης εν όψει της προσσελήνωσης. Την ίδια στιγμή τον επισκέπτεται η βαφτισιμιά του, η Ελένα (Φίμπι Γουόλερ Μπριτζ), που έχει να τη δει από τα 12 της. Με δόλιο τρόπο τού αποσπά τον κρυμμένο στα αρχεία του αρχαίο δίσκο, γιατί θέλει να τον πουλήσει και να ρεφάρει τα χρέη μιας απερίσκεπτης ζωής. Το σοκ είναι διπλό: από τη μια η πανέξυπνη, καταρτισμένη κόρη του φίλου που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη σημασία και στη χρήση της αινιγματικής εφεύρεσης του Αρχιμήδη αποδεικνύεται άκαρδη, κυνική και φιλοχρήματη, μια σπαταλημένη καλή ευκαιρία προτού αποδείξει το ταλέντο της, και από την άλλη ο Φόλερ (ο Μαντς Μίκελσεν, που δεν έχει επινοητικό ρόλο και κάνει νεύμα, όσο κι αν ο ίδιος το αρνείται, στον Λε Σιφρ από το Καζίνο Ρουαγιάλ, με νέο επώνυμο (Σμιτ) και αμερικανικό διαβατήριο, ως ένας εκ των επιστημόνων που βοήθησαν τις ΗΠΑ στο διαστημικό σιρκουί) κυνηγά το χαμένο θησαυρό με όλο του το είναι, γιατί πλέον δεν πιστεύει στην κατάκτηση του Διαστήματος αλλά στη διόρθωση καίριων σφαλμάτων στον χρόνο.

 

Το macguffin δεν σταματά εδώ: το διεκδικούμενο κομμάτι της απόλυτης γνώσης δεν θα λειτουργήσει αν δεν βρεθεί το άλλο του μισό. Και από το παζάρι της Ταγγέρης, εκεί όπου η Ελένα θα προσπαθήσει να βρει πλούσιο πλειοδότη για το εύρημα που αισθάνεται πως δικαιωματικά τής ανήκει, ξεκινά μια ακόμη ασταμάτητη, fun καταδίωξη με τουκ-τουκ και παλιές λιμουζίνες στα μαροκινά σουκ, και θα καταλήξει σε υποβρύχιες έρευνες με τον διακοσμητικό Αντόνιο Μπαντέρας, τη σπηλιά του Διονύσου, τους αιθέρες και ένα τρελό ταξίδι στον χρόνο, που η αποκάλυψη οποιασδήποτε λεπτομέρειάς του αποτελεί σοβαρό spoiler ‒ ας πούμε μόνο πως στις μισές σεκάνς ακόμη και οι πρωταγωνιστές κοιτάζουν αποσβολωμένοι τι συμβαίνει, ο Ίντι μιλά τα ελληνικά μια χαρά και η Ελένα απευθύνει σε έναν ήρωα της Ιστορίας, και πολύ γνώριμο σε μας, την ατάκα της ταινίας!

 

Η προσθήκη της Αγγλίδας δημιουργού του Fleabag και συν-σεναριογράφου του πέμπτου Ιντιάνα, όπως και στο No time to die εξαργυρώνεται αρμονικά και ευφάνταστα, αν υποθέσουμε πως είναι ένα κάποιο ρίσκο να ρίξεις δίπλα σε έναν τόσο μαρκέ ήρωα κάποιον που δεν είναι άνδρας πρώτoυ βαθμού συγγένειας ή ερωτική σύντροφος. Μια πολυμαθής αριβίστρια με αταλάντευτη ανεξαρτησία, περιπετειώδες πνεύμα και γλώσσα πολυβόλο, old fashioned, αλλά τοποθετείται σε επίκαιρα θέματα με διαλόγους που υπονοούν παιγνιωδώς, και ευτυχώς δεν κραυγάζουν, μια γυναίκα του σήμερα που φαίνεται να έχει ξεπηδήσει από το His Girl Friday των Χεκτ και Χοκς, ενεργοποιεί το κουρασμένο παλικάρι και πυροδοτεί τις μνήμες και τις ενοχές του, καλλιεργώντας παράλληλα την ανάγκη στον θεατή να τη δει να εξελίσσεται σε ένα πλάσμα λιγότερο άκαρδο και περισσότερο κοντά στον άξιο διάδοχο του θρόνου.

 

Το μοτέρ της ενθουσιώδους Γουόλερ Μπριτζ, σωματικό και λεκτικό, είναι σαφώς πιο λειτουργικό από τον ληθαργικό Σάια Λεμπέφ στον τέταρτο και χειρότερο Ιντιάνα, πιο κινητικό από τον αξιαγάπητο τρίτο και τη συνάντηση με τον πατέρα Σον Κόνερι, και πιο ισορροπημένο από το λούνα παρκ του πρώτου sequel της σειράς. Μας μένει ο πρώτος και ίσως καλύτερος, οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού, στον οποίο αναφέρεται ο Δίσκος του Πεπρωμένου, στους ναζί, το αλά δεκαετία του ’40 στυλ του Σπίλμπεργκ (που δεν πήγε μακριά, αφού παραμένει παραγωγός με ψιλή κυριότητα και επικαρπία ταυτόχρονα), ο Χάρισον Φορντ με το πρόσωπο πειστικά αποκατεστημένο για εκείνη την εποχή στο πρώτο μέρος, σε έναν ιδεαλισμό που επανέρχεται συχνά και μελαγχολικά ανάμεσα στο καλοκουρδισμένο λαχάνιασμα των σκηνών δράσης ‒ 300 εκατομμύρια δολάρια είναι αυτά, πρέπει και να φαίνονται…

 

Δεκαπέντε χρόνια μετά το παραφορτωμένο και τζούφιο στον κρίσιμο επίλογό του Βασίλειο του Κρυστάλλινου Κρανίου ελάχιστοι αναζήτησαν τον Ιντιάνα, έναν πρωταγωνιστή των κλασικών εικονογραφημένων, του φιλμ, του αναλογικού σύμπαντος, κατά κάποιον τρόπο της πρόσφατης αρχαιολογίας του σινεμά της προ DC/Marvel εποχής. Με τις ατέλειές του, τις φοβίες και τις εμμονές του, τη ρισκαδόρικη, τσιγγάνα καρδιά και το απρόβλεπτο ταξίδι του στα μεγάλα και άλυτα αινίγματα, αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον κινηματογράφο, ειδικά τώρα που, όπως και ο άρτι συνταξιοδοτηθείς καθηγητής της σκόνης του χρόνου, μαζεύει τα κομμάτια του, σηκώνεται από τον καναπέ της αδράνειας, διακόπτει θεαματικά καβάλα στο άλογό του το streaming πάρτι του όχλου που πανηγυρίζει την τηλεκατάκτηση του Διαστήματος και σκίζει τον χρόνο χωρίς alter ego υπερστολές, αλλά με πολλή, παλαβή φαντασία και τη δοξασμένη φανφάρα του Τζον Γουίλιαμς στην αυλαία της καριέρας του.