Στο Reality η Τίνα Σάτερ διασκευάζει για το σινεμά ένα ήδη πετυχημένο θεατρικό της. Πρόκειται ουσιαστικά για το χρονικό της ανάκρισης μιας γυναίκας, της Reality, από πράκτορες του FBI. Λέμε συχνά ότι η επιγραφή «βασισμένο σε αληθινή ιστορία» αποτελεί ένα σύνηθες, εύκολο, κάποτε και φτηνό τέχνασμα των κινηματογραφιστών για να κάμψουν τη δυσπιστία του κοινού. Εδώ η Σάτερ πηγαίνει πολλά βήματα παραπέρα, χρησιμοποιώντας το ακριβές κείμενο της ανάκρισης αυτής της γυναίκας, όπως ηχογραφήθηκε, απομαγνητοφωνήθηκε και δημοσιεύτηκε. Φανταστείτε ότι στα σημεία που έχουν διαγραφεί για (υποτιθέμενους) λόγους δημοσίου συμφέροντος, η Σάτερ «σβήνει» τους ηθοποιούς από το κάδρο ή αλλοιώνει τον διάλογο. 

 

Στην… πραγματικότητα –pun intended‒ δεν έχει κάτι ιδιαίτερο να καταθέσει γύρω από την αμφίδρομη σχέση μυθοπλασίας και πραγματικότητας, ειδικά το τέχνασμα της επιστροφής στο ηχογραφημένο αρχείο κινδυνεύει να εκτρέψει το εγχείρημα στην περιοχή του gimmick, μα έλα που το ίδιο το απομανητοφωνημένο κείμενο αποτελεί ένα καλογραμμένο(!) σενάριο, πρόσφορο για τη δημιουργία ενός υποβλητικού διαλογικού θρίλερ. Ο τρόπος της ανάκρισης, η προσποιητή ευγένεια και οικειότητα από άγνωστους ανθρώπους, οι οποίοι την ίδια στιγμή παραβιάζουν την ιδιωτικότητα αυτής της γυναίκας, η αναστολή της ενημέρωσης για το αντικείμενο της ανάκρισης και η υποδόρια απειλή που εκπροσωπούν, οι απότομες αλλαγές στη συμπεριφορά τους κάθε φορά που το υποκείμενο της ανάκρισης παρεκκλίνει από τη διαδικασία –για την οποία τίποτα δεν γνωρίζει, καθώς δεν την ενημερώνουν‒ σε κρατούν στην τσίτα με εκείνον τον πλάγιο τρόπο επιφανών συνωμοσιολογικών θρίλερ του παρελθόντος.

 

Τίποτα συνωμοσιολογικό δεν υπάρχει στην ιστορία όμως, καθώς η ανάκριση έτσι ακριβώς συνέβη, οι ηθοποιοί αναλαμβάνουν την αναπαράστασή της στο πανί, το γεγονός, δε, ότι μέχρι το πέρας της ανάκρισης δεν θα υπάρξει η παραμικρή μνεία στην παρουσία δικηγόρου ή στα δικαιώματα της Reality αποτελεί έμπρακτη και τρανή απόδειξη μιας Διοίκησης που φορά τον μανδύα της δημοκρατικότητας, μα λειτουργεί καθεστωτικά σε όλες τις εκφάνσεις της – κι αυτό είναι ίσως το πραγματικό θέμα της ταινίας, όπως αντιλαμβανόμαστε στην κατακλείδα της. Κι επειδή εκτός ΗΠΑ το όνομα της ηρωίδας δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, όσοι αγνοούν το περιστατικό –και φανταζόμαστε είναι αρκετοί‒ θα εκπλαγούν από την εξέλιξη της υπόθεσης.

 

Πίσω από τον φακό, η Σάτερ παραλληλίζει τη Reality με τα κατοικίδιά της που περιορίζονται προσωρινά κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, και με ένα εγκλωβισμένο σαλιγκάρι στο παράθυρο, ενώ δανείζεται μερικά τρικ από το εγχειρίδιο του Τζόναθαν Ντέμι στον τρόπο που καδράρει τα πρόσωπα για να δηλώσει την «εισβολή», την παραβιαστική (σ)τάση και την απειλή που δεν φαίνεται. Υπογραμμίζει, δε, σε κάθε ευκαιρία τη διαφορά ύψους και μυϊκής διάπλασης μεταξύ των αντρών του FBI και της μικροκαμωμένης Σίντνεϊ Σουίνι, όπως έκανε ο Ντέμι με την Τζόντι Φόστερ στη Σιωπή των Αμνών

 

Γράφοντας πριν περί «αναπαράστασης», μάλλον αδικούμε την πρωταγωνίστρια του «Euphoria». Έχοντας συνδεθεί με την ελαφρότητα της σειράς και του χαρακτήρα της εκεί, για κάποιους η εμφάνιση της Σούινι θα αποτελέσει πραγματική αποκάλυψη. Πρόκειται για μια ερμηνεία πολύ πιο σύνθετη απ’ όσο δείχνει αρχικά –όταν μάθετε όλη την ιστορία, θα καταλάβατε γιατί, όσοι την ξέρετε ήδη, θα το διαπιστώσετε γρήγορα‒ και καταλυτική για την αποτελεσματικότητα ενός συναρπαστικού, με τον τρόπο του, θρίλερ δωματίου.