Ο Spider-Man, αυτή η δαιμόνια αλληγορία της εφηβείας, με τις μεταλλαγμένες ορμόνες να καταλαμβάνουν το σώμα ενός αμήχανου Πίτερ Πάρκερ και τα κολλώδη υγρά που εκτοξεύονται από τα χέρια του να τον καθιστούν κυρίαρχο του εαυτού του και του σύμπαντος, κλείνει άλλη μια τριλογία με meta θόρυβο και πολυπρόσωπα ανοιχτά μέτωπα. Οι προσδοκίες έχουν πλέον αυξηθεί και, εκτός του μόνιμου καθήκοντός του να προσφέρει βοήθεια σε όποιον τη χρειάζεται, ο παγιδευμένος Πάρκερ πρέπει να καλύψει το κενό που άφησε το τέλος των Avengers. Η συνέπεια; Το No Way Home θυσιάζει την παιδικότητα και την ελαφράδα, το teenage σκέρτσο που τον έκαναν ευδιάκριτα χιουμοριστικό, κρύβοντας το στοιχείο της έκπληξης στις καταστάσεις που τον ενέπλεκαν σε περιπέτειες.

 

Το ξεκίνημα της ταινίας, αναγκαστικά, τον προσγειώνει στα δύσκολα. Το πρόσωπό του έχει αποκαλυφθεί από τα media και η εισαγωγή σε καλή σχολή είναι αμφίβολη, παρασύροντας στην ακαδημαϊκή απόρριψη την MJ του και τον καλύτερό του φίλο, τον (αδυνατισμένο) Νεντ. Κάνει έκκληση στον Dr. Strange για την αποκατάσταση της μυστικής του ταυτότητας, αλλά επεμβαίνει στο ξόρκι, γιατί δεν θέλει να ξεχαστεί από τους αγαπημένους του ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια της μαγικής τελετής, κακοί από τα πολύ προηγούμενα επεισόδια τρυπώνουν στο παρόν. Μετά το αρχικό σάστισμα, ο καλοπροαίρετος χαρακτήρας του Πίτερ επικρατεί του πολυσυμπαντικού χάους. Επιθυμεί να επαναφέρει τους πλάνητες, παραστρατημένους mutants στην πρότερη, έντιμη ψυχική μορφή τους, να εξουδετερώσει τη διαβολή που τους κατέλαβε. «Τι είμαι, σκύλος, να με ευνουχίσεις;» διαμαρτύρεται γρυλλίζοντας ο Ότο Οκτάβιους (πάντα ο Άλφρεντ Μολίνα, που του έγινε ψηφιακό de-aging για να μοιάζει με τον οκτάποδο εχθρό που είχαμε δει πριν από 17 χρόνια).  Από εκεί και πέρα αρχίζουν τα spoilers και η ειρωνεία που τα συνοδεύει. Ενώ η ολοένα αυξανόμενη fanbase μαντεύει τις νάρκες/δώρα στην πλοκή και γνωρίζει εκ των προτέρων το αναπόφευκτο, περιμένοντας μια απλή επιβεβαίωση παρακολουθώντας την ταινία, η ανάλυση οφείλει να σταματήσει κάπου στη μέση, για λόγους ευγένειας και ορθότητας.

 

Όπως όλοι φαντάζονται, λοιπόν, δεν θα ήταν δυνατόν να εισχωρήσουν μόνο οι κακοί από τις στρογγυλές, φλεγόμενες πύλες, άρα η συνέργεια που κάποτε απολάμβαναν μόνο οι ενωμένοι Εκδικητές επεκτείνεται με διαφορετικές συνθήκες. Ο Τζον Γουάτς πετυχαίνει μια εισαγωγή στο live action multiverse, απογαλακτίζει τον Spider-Man από την ευσεβική επιρροή του Iron Man και την ενοχική έννοια του σπιτικού (εξού και η λέξη «home» σε καθένα από τους τίτλους της τριλογίας) και τον ενηλικιώνει σε έναν κόσμο περισσότερων πιθανοτήτων. Τα ευχάριστα κινηματογραφικά νέα είναι πως τον γεφυρώνει και τον δένει στενότερα με τον παντοδύναμο, αν και ασταθή διαιτητή του χωροχρόνου, τον Dr. Strange, έναν μάγιστρο με παρελθόν που, όπως φαίνεται, αξίζει να αποκαλυφθεί περισσότερο και με πνευματώδες χιούμορ που μόνο ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς μπορεί να χειριστεί με λεπτότητα και timing απαιτήσεων – η σεκάνς με την αιώρηση στην κατοπτρική διάσταση είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες. Λόγω της επιτυχίας του (και μόνο, αν κρίνουμε από το περιττό sequel), ο Venom θα έχει ρόλο στη συνέχεια και ο γενναιόδωρος Πάρκερ, ως άλλος Τζορτζ Μπέιλι (ο ήρωας από την Υπέροχη Ζωή του Φρανκ Κάπρα), θα πρέπει να αξιολογήσει το δώρο της ζωής, ως αντιστάθισμα στη μελαγχολία της λήθης και της μοναξιάς.