Ασυνήθιστα πρωτότυπο στην προσέγγισή του και συναισθηματικά δυνατό ντοκιμαντέρ, οι Τέσσερις Κόρες συνδυάζουν την τεκμηρίωση όπως περίπου τη γνωρίζουμε με τη μαρτυρία δι’ αντιπροσώπου, αντί να συνδυάσουν τα γεγονότα με τη μυθοπλασία, όπως συνηθίζεται σε περιπτώσεις όπου τα πρόσωπα απουσιάζουν από την εικόνα, είτε γιατί αρνούνται να συμμετέχουν ή διότι δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν.

 

Η Τυνήσια Κάουτερ Μπενενιά, υποψήφια για Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας για τον Άνθρωπο που πούλησε το δέρμα του, αφηγείται μια περίπλοκη υπόθεση: η Γκοφράν και η Ραχμά, οι δύο μεγαλύτερες κόρες της συμπατριώτισσάς της, Όλφα Χαμρουνί, εξαφανίστηκαν από τη χώρα όταν αποφάσισαν από κοινού να ριζοσπαστικοποιηθούν και να γίνουν μέλη του ISIS στη Λιβύη. Σε μια σειρά από συνεντεύξεις κυρίως σε φυσικά σκηνικά, στο σπίτι, τη γειτονιά, την περιοχή όπου κινούνται, η μάνα με τις δυο μικρότερες κόρες της μιλούν όχι μόνο για το πρόβλημα που δείχνει να αφήνει γραφειοκρατικά αδιάφορες τις Αρχές εδώ και αρκετό καιρό αλλά συμμετέχουν στην ανάλυση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που είχαν ως αποτέλεσμα την αποξένωση δυο παιδιών από την πατρογονική γη, και ξαναζούν τις δύσκολες στιγμές μιας ζωής που δεν θα είναι ποτέ ανέφελη και αρμονική.

 

Το τίμημα της θρυμματισμένης ενότητας των πέντε γυναικών είναι προφανές, αλλά πόσα γνώριζαν από πριν η μάνα και οι δυο κόρες που έμειναν πίσω, τι βρίσκεται ανάμεσα στις γραμμές και πόσα από τα ενδεχόμενα μυστικά τους είναι διατεθειμένες να αποκαλύψουν μπροστά στις κάμερες; Τις εξαφανισμένες κόρες υποκαθιστούν δυο ηθοποιοί, και η Χεντ Σαμπρί, επίσης ηθοποιός, μπαίνει στο προσκήνιο για να πάρει τη θέση της Όλφα, όποτε εκείνη αδυνατεί να αντεπεξέλθει στη συγκίνηση των αναμνήσεων, παραμένοντας στο φόντο του πλάνου και διορθώνοντας σε στιγμές που κρίνει πως οι λέξεις δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια!

 

Οι δυο τους έρχονται σε αυτοσχεδιαστική αντιπαράθεση, όταν η «υποκρίτρια» θέτει ερωτήματα και η αληθινή μητέρα καλείται να ξεβολευτεί από το αφήγημά της. Ενώ το εγχείρημα είναι σίγουρα ακροβατικό και θα μπορούσε να φανερώνεται περισσότερο τεχνητό απ’ όσο επιτρέπεται (άρα να υπονομεύει την ουσία του θέματος) λειτουργεί δυναμικά, με σασπένς και αυξανόμενο ενδιαφέρον. Σε μια κίνηση με σημασία, ένας μόνο ηθοποιός, ο Μαΐντ Μαστούρα, αναλαμβάνει όλους τους ανδρικούς χαρακτήρες και ο «ρόλος» του στην ταινία αποδεικνύεται δυσβάσταχτος, όταν λυγίζει κάτω από τη συγκινησιακή φόρτιση και παρακαλεί να διακόψουν το γύρισμα.

 

Θίγοντας μια θεαματική περίπτωση βίαιης ενηλικίωσης στον παραδοσιακά εσωστρεφή αραβόφωνο κόσμο, οι υποψήφιες για τον Χρυσό Φοίνικα του πρόσφατου Φεστιβάλ Καννών Τέσσερις Κόρες καταφέρνουν, και μάλιστα επί τον τύπον των ήλων, χωρίς κλαψιάρικη θυματοποίηση και περιττολογίες, να προσωποποιήσουν κοινωνικά ζητήματα, ανακαλώντας το υποσυνείδητο τραύμα και επανερχόμενες στην εμπειρία που μοιράζεται. Τρόμος και θυμός, νοσταλγία και τρυφερότητα, κουβεντούλα για μικρά τίποτα και κλάμα για έναν σοβαρότατο αποχωρισμό χωρίς ορατό ορίζοντα επανένωσης: μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων ξεδιπλώνεται με αναπαραστατικό τρόπο, ωστόσο φαντάζουν αυθεντικά και όχι σαν παράσταση με κρίση και ατζέντα, πάντα κάτω από το πρίσμα ενός δεσμού που έχει διαρραγεί.