Έστω ότι μια τετραμελής παρέα συζητάει σε ένα αθηναϊκό café περί κοινωνικής ευπρέπειας και αστικής ευγένειας. Και έστω ότι ξαφνικά κάποιος από τους τέσσερις σηκώνεται όρθιος, κατεβάζει το παντελόνι και το εσώρουχό του και φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση «ιδού τι έχω να πω για την κοινωνική σας ευπρέπεια». Είναι ασφαλώς μια εύγλωττη, προκλητική δήλωση, η χοντροκοπιά της οποίας είναι ένα θέμα, και η βασική απορία μας είναι η εξής: πρόκειται για επιχείρημα που απευθύνεται ειλικρινά στους τρεις συνομιλητές του και στόχο έχει να τους διαφωτίσει με τη θέση του πάνω στο επίμαχο θέμα ή μήπως η πλάστιγγα γέρνει προς την πλευρά μιας αυτάρεσκης δήλωσης αυτοπροσδιορισμού;
Με δεδομένο ότι βλέπουμε το σινεμά ως μια συζήτηση μεταξύ δημιουργού και θεατή, ο λόγος που αναφέρουμε το παραπάνω σχηματικό παράδειγμα είναι για να κάνουμε έναν διαχωρισμό μεταξύ των δύο ειδών δημιουργών που συναντάς στο επονομαζόμενο σινεμά της πρόκλησης. Υπάρχουν εκείνοι που προκαλούν με στόχο να ταρακουνήσουν τον θεατή, να παίξουν μαζί του, να ανοίξουν συζήτηση γύρω από την εκάστοτε θεματική κ.ο.κ. Και υπάρχουν κι αυτοί που χρησιμοποιούν το παιχνίδι της πρόκλησης απλώς για να τέρψουν τον ναρκισσισμό τους, που επικαλούνται μια προκλητική (κινηματογραφική) γλώσσα αποκλειστικά ως δήλωση διαφοροποίησης επειδή «μπορούν» και επειδή κανείς δεν θα τους πει «τι μπορούν και τι δεν μπορούν να δείξουν». Με γεια τους και με χαρά τους και μπράβο τους από μια πλευρά, μόνο που η συζήτηση που θέλουν να ανοίξουν περιστρέφεται συνειδητά και, συνήθως, αποκλειστικά, γύρω από την αυθάδικη δημιουργική τους περσόνα.
Για τον υπογράφοντα ο Γκασπάρ Νοέ είναι ο σύγχρονος βασιλιάς των τελευταίων. Οι χαρακτήρες στις ταινίες του δεν είναι άνθρωποι, είναι άψυχα πιόνια που θα φορτωθούν συμφορές, θα βασανιστούν, θα εξευτελιστούν, θα κονιορτοποιηθούν ψυχολογικά, ενίοτε και σωματικά, λειτουργώντας αποκλειστικά ως εργαλεία εξυπηρέτησης της επόμενης κινηματογραφικής «πρόκλησης» του «τρομερού παιδιού» του ευρωπαϊκού σινεμά. Η χαρακτηρολογία και ακόμα περισσότερο οι ιδέες και οι θεματικές στις ταινίες του είναι συγκυριακές.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι σε ερώτησή μας για το όνομα της ηρωίδας στο Love και το Σύνδρομο της Ηλέκτρας, στο οποίο αναφέρεται και ο ίδιος μέσα στην ταινία του, ο Νοέ, δίχως ίχνος ντροπής, μας απάντησε ότι του άρεσε ως όνομα το Ηλέκτρα, κάποιος του επισήμανε το συγκεκριμένο σύνδρομο ενώ τα γυρίσματα είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί και πρόσθεσε μια μνεία σε μια σκηνή. Το τοποθέτησε χωρίς να υπάρχει στοιχειώδης προμελέτη, κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό, καθώς αρκετά αριστουργήματα έχουν προκύψει σχεδόν αυτοσχεδιαστικά, αλλά χωρίς να σημαίνει και τίποτε απολύτως, κι αυτό, όταν καμώνεσαι πώς κάνεις σινεμά ιδεών, είναι τεράστιο πρόβλημα.
Δεν ξέρουμε αν μια σοβαρή περιπέτεια που είχε με την υγεία του τον κλόνισε τόσο ώστε να αναπτύξει ενσυναίσθηση για τους ανθρώπους στις ταινίες του – μιλάμε για τον καλλιτέχνη Νοέ πάντα, αυτή η πλευρά του μας αφορά, δεν τον γνωρίζουμε ως άνθρωπο, στη ζωή του μπορεί να μην υπάρχει δεύτερος σε συμπόνια και καλοσύνη. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι το Vortex αποτελεί ίσως την πρώτη του ταινία όπου υπάρχει μια στοιχειώδης έγνοια γι’ αυτούς. Ακόμα και ψήγματα τρυφερότητας μπορεί να βρεις – το νανούρισμα στο νοσοκομείο π.χ. δεν θα χωρούσε ποτέ σε παλιότερη ταινία του.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι ένα ζευγάρι σε προχωρημένη ηλικία. Αυτός έχει προβλήματα με την καρδιά του και έχει περάσει εγκεφαλικό στο παρελθόν, είναι κριτικός κινηματογράφου και επιχειρεί να γράψει ένα βιβλίο για το σινεμά και τα όνειρα. Η σύζυγός του, άλλοτε ψυχίατρος –οπότε γιατρός του «μυαλού»‒ πάσχει από άνοια, η οποία μοιάζει να εξελίσσεται ραγδαία. Aν, όπως λέει ο Πόε, και αναφέρεται και μέσα στο έργο, «η ζωή είναι ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο», για τον Νοέ αυτό το όνειρο παραμένει ένας εφιάλτης.
Το πρωταγωνιστικό ζεύγος των Λεμπρούν και Αρζέντο αξίζει εύσημα, ειδικά η επιλογή του τελευταίου παρουσιάζει έντονο σημειολογικό ενδιαφέρον. «Με κυνηγάει ένας άγνωστος άντρας», ψιθυρίζει στο παιδί της η ηρωίδα, αναφερόμενη στον άντρα της, ο οποίος έχει τη μορφή ενός σκηνοθέτη που έχει «κυνηγήσει» και «βασανίσει» με τον φακό του άπειρες γυναίκες, λες και η νέμεση για την κινηματογραφική «δολοφονική» πορεία του έρχεται μέσα από το πραγματικό βασανιστήριο του γήρατος. Ο βόμβος και το μπάσο που άλλοτε συνόδευαν πιο ενοχλητικές σκηνές στο σινεμά του Νοέ εδώ αντικαθίστανται από φυσικούς ήχους, όπως το τρεχούμενο νερό του ντους ή τα αυτοκινητάκια ενός παιδιού που συγκρούονται μεταξύ τους ‒ ακόμα ένα σημάδι ότι ο Γάλλος σκηνοθέτης θέλει να έρθει όσο πιο κοντά γίνεται στην αλγεινή πραγματικότητα των χαρακτήρων.
Επειδή όμως τα χούγια δεν κόβονται, ο Νοέ θα αφήσει τον Αρζέντο να σπαρταρά στο πάτωμα για ώρα, θα βάλει την ανοϊκή μάνα να επιχειρήσει να φιλήσει τον γιο στο στόμα και θα κατεβάσει το σεντόνι – θα καταλάβετε τι εννοούμε όταν δείτε το φιλμ. Αν και εμφανή σημάδια μιας αμετανόητα προβοκατόρικης καλλιτεχνικής φύσης, τα παραπάνω είναι πταίσματα μπροστά στον απροκάλυπτο ναρκισσισμό της αισθητικής του Vortex. Ο Νοέ επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία σε split screen από την αρχή ως το τέλος, μια επιλογή που αν στην αρχή μοιάζει να αντανακλά την εσωστρέφεια και τις παράλληλες, (κάθε άλλο παρά) «ονειρικές» ζωές των δύο χαρακτήρων μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, στην πορεία εξελίσσεται σε ένα φτηνό gimmick, ένα εύρημα που περισσότερο μοιάζει να εξυπηρετεί και να επικυρώνει τη «σφραγίδα Νοέ». Το αυτό ισχύει και για εκείνες τις συνεχείς παρεμβολές του μαύρου, κάτι ανάμεσα σε cut to black και σε καρέ που λείπει, που έρχονται αναίτια, σαν διαλείψεις – φανταζόμαστε ότι οι συνήγοροι υπεράσπισης στην κριτική κοινότητα έτσι θα τις αιτιολογήσουν, ωστόσο θα αντιτάξουμε ότι το εν λόγω τέχνασμα το συναντάμε συχνά στο σινεμά του, οπότε περί αυτοαναφοράς πρόκειται.
Έτσι, η ανάγκη του σκηνοθέτη να δείξει ότι διαφέρει, να επιδείξει την κινηματογραφική του «αυθάδεια» ακόμα και σε αυτή την πιο συμβιβαστική εκδοχή του σινεμά του και ακόμα και με αυτό το τόσο ευαίσθητο θέμα καπελώνει το ανθρώπινο δράμα. Κι αν το στοιχειωμένο τελικό μοντάζ κατορθώνει να γίνει στοιχειωτικό, περισσότερο οφείλεται στην ερμηνευτική αλήθεια των δύο πρωταγωνιστών και στο γεγονός ότι δεν τεμαχίζεται σε δύο καρέ, όπως το σύνολο αυτής της περιστασιακά αφόρητης κατασκευής. Τουλάχιστον αυτήν τη φορά ο Νοέ μας έκανε την χάρη και δεν κατέβασε το παντελόνι του.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0