Βασισμένο σε ένα μυθιστόρημα του Ελβετού Πασκάλ Μερσιέ, το Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα ξεκινάει με δύο καθαρές λογοτεχνικές κατασκευές, τον μοναχικό καθηγητή Ράιμουντ Γκρεγκόριους και μια κοπέλα που ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει από μια γέφυρα στη Βέρνη. Ο Γκρεγκόριους τη σώζει και από ένα βιβλίο που βρίσκει στο κόκκινο παλτό της ξυπνάει από τον λήθαργο, παρατάει σύξυλους του μαθητές και τα αγαπημένα του βιβλία και παίρνει το νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα, διότι από μια πρώτη ματιά στο εν λόγω βιβλίο βρίσκει φράσεις και ιδέες που απασχολούν και τον ίδιο όλη του τη ζωή. Και λέω πως τα δύο αυτά πρόσωπα είναι κατασκευές, γιατί επινοούνται ως αφορμές για ένα γενικότερο θέμα: στην Πορτογαλία, η προσωπική διαδρομή του συγγραφέα που εμπνέει τον καθηγητή ερεθίζει τη φιλομάθειά του, ενώ ανακαλύπτει το σκληρό καθεστώς του χουντικού Σαλαζάρ, ανάμεσα σε πρόσωπα του παρελθόντος και μνήμες καλά θαμμένες. Οι κατασκευές δεν είναι μομφή, αλλά εδώ, από το μυστήριο του χαμένου χρόνου και του ξεχασμένου συγγραφέα, λείπουν η σπίθα και η ενέργεια – δεν φτάνουν τόσο χαμηλά όσο το σοβαροφανές αλαλούμ του παλιότερου Imagining Argentina του Κρίστοφερ Χάμπτον, αλλά φαντάζομαι τι υπέροχα θα είχε χειριστεί το ίδιο υλικό ένας Πολάνσκι. Όσο κι αν ο Δανός Μπίλε Όγκουστ, παρά τους δύο Χρυσούς του Φοίνικες και το Όσκαρ του, έχει κατηγορηθεί ως ένας απρόσωπος σκηνοθέτης που δεν διακρίνεται για το στυλ ή τις καλλιτεχνικές εμμονές του, έχει τουλάχιστον δύο στοιχεία που διατρέχουν το έργο του: τις βασανισμένες σχέσεις μέσα από περιπετειώδεις καταστάσεις που φανερώνονται από κομψά φιλμαρισμένες υπερβάσεις (Οι καλύτερες προθέσεις και, με λίγη φαντασία, ο Πέλε) και τα φαντάσματα ενός λαού, στο Σπίτι των Πνευμάτων. Μόνο που εδώ λείπει το βάθος και η λεπτή ευαισθησία ενός Μπέργκμαν, ο οποίος του δώρισε το σενάριο των Προθέσεων, μια τρομερή ιστορία ή ο μαγικός ρεαλισμός διά χειρός Ιζαμπέλ Αλιέντε. Όσο αμήχανο κι αν ήταν το ρίσκο στο Σπίτι των Πνευμάτων, εδώ λείπει ακόμα κι αυτή η παρέκκλιση, που τουλάχιστον διέθετε τη μεγαλειώδη βουβή επίσκεψη της Γκλεν Κλόουζ στη Μέριλ Στριπ. Το Τρένο είναι μια αποστειρωμένη συλλογή πολλών καλών ηθοποιών σε όχι και τόσο καλές ερμηνείες, μια υπολογισμένη εναλλαγή του παρόντος με το παρελθόν και του ειδικού με το γενικό, ένα ευρωπαϊκών προδιαγραφών αγγλόφωνο μάθημα πολιτικής ιστορίας με μπερδεμένες προφορές, βαρύγδουπες ατάκες και φτιασιδωμένο διάλογο, ένα κινηματογράφημα με τις καλύτερες προθέσεις που παραμένουν προθέσεις, προδιαγεγραμμένες και αβάσταχτα ακαδημαϊκές. Καμιά αντίρρηση με το κλασικό στυλ. Το πρόβλημα με τον ακαδημαϊσμό είναι η φροντισμένη του επίφαση και, κυρίως, η αντικατάσταση της δύναμης του μοντάζ και της αφαίρεσης με ασφαλή πληροφοριακή παράθεση που αποκοιμίζει.