Έχοντας ξεφύγει από τη μετα-αποκαλυπτική ερημιά και τον Λαβύρινθο, ο Τόμας και η παρέα του μπαίνουν σε εφιαλτικότερες καταστάσεις, αντιμετωπίζοντας ζόμπι και διλήμματα σε ένα ζοφερό matrix, όπου κανείς δεν μπορεί να μαντέψει τα αληθινά κίνητρα όσων προτίθενται να τους βοηθήσουν, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που τους περισυνέλεξαν από την αρχική δοκιμασία. Το δεύτερο και μεσαίο μέρος της τριλογίας (άραγε θα παραμείνει τρι- ή θα μετατραπεί σε τετρά-, όπως ορίζει ο νόμος της αγοράς;) Maze Runner ξεκινάει λίγα μόλις λεπτά μετά τη διάσωση στο πρωτότυπο, είναι εξίσου «κυνηγημένο» με το πρώτο και ποντάρει στο κυνηγητό και την αγωνία, παρά στην ανάπτυξη των χαρακτήρων της επτάδας. Ο σκηνοθέτης Γουές Μπολ δεν λέει όχι σε κάμερα στο χέρι για να επιτείνει το στρες και να δώσει την αίσθηση της σύγχυσης, αλλά καταφέρνει να στήσει μερικές μονταζιακά ενδιαφέρουσες, πολύπλοκες σκηνές καταδίωξης που βασίζονται στα περιστατικά που προκύπτουν. Περισσότερο από το λεπτομερές σχήμα μιας συντεταγμένης πλοκής με σαφή σκοπό, ο Λαβύρινθος επιμένει στην τρεχαλητή βουτιά στο άγνωστο, με τη διχοτόμηση του έξω και του μέσα κόσμου, με ισόποση αμφιβολία για την εγκυρότητα της σωτηρίας και της επιβίωσης.