Πίσω από την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι, κρύβεται ένας σκοπός: η ανάδειξη του σύνθετου ελληνικού πνεύματος και των στοιχείων του εκείνων που συνιστούν δράμα ικανό να σταθεί ως παράδειγμα. Επειδή έχει σκοπό, η ταινία είναι και χρήσιμη. Με την εξυπνάδα του, ο Σμαραγδής αποφεύγει τη μεγαλύτερη παγίδα μιας χρήσιμης ταινίας, τη διδακτικότητα, και το συνεπακόλουθο και πάντα απευκταίο «μήνυμα». Υπάρχουν θέματα που εμπεριέχονται στο Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι: η κυμαινόμενη έννοια της εθνικής ταυτότητας, η πίστη και η προδοσία, η επιχειρηματικότητα. Και με πολύτιμο εφόδιο ότι η ιστορία του Ιωάννη Βαρβάκη είναι όντως μια συναρπαστική διαδρομή ενός πειρατή που έγινε ευεργέτης, αφού πρώτα αναζήτησε την πυξίδα των δικών του αξιών, η ταινία σε προτρέπει να την παρακολουθήσεις, ακόμα κι όταν αλλάζει απότομα ρότα. Μακριά (ευτυχώς) από αντιδραστικούς μεγαλοϊδεατισμούς και φανφαρόνικες δηλώσεις περί κίβδηλης και ρηχής ελληνικότητας, το φιλμ του Σμαραγδή θέλει να κινηθεί στην ουσία του πνεύματος και της ψυχής ενός ταξιδευτή που σαλπάρει σαν αμήχανο θεριό, αρμενίζει σαν θυμωμένος τυχοδιώκτης και τερματίζει συμφιλιωμένος με τα λάθη και τα πάθη του, μετανιωμένος, σοφός και κατασταλαγμένος, περίπου άγιος. Το σενάριο δεν βοηθάει την ποιητικότητα που υπαινίσσεται με αυξανόμενο ρυθμό ο διάλογος και τα γεμάτα νόημα λόγια. Με δεδομένο πως η σκηνοθεσία διστάζει ανάμεσα σε μια αφηγηματική λογική κι έναν μαγικό ρεαλισμό, ειδικά στη ζώνη της μεταμόρφωσης του Βαρβάκη, η ταινία μετατοπίζεται από σκηνή σε σκηνή αντί να ρέει οργανικά, και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις καταφέρνει να μεταδώσει κινηματογραφικά την ελευθερία που ευαγγελίζεται ο ήρωας. Η μουσική του Μίνωα Μάτσα παντρεύει πολλές σεκάνς που μένουν μετέωρες και οι λύσεις στη φωτογραφία (με επιμέλεια του σπουδαίου Άρη Σταύρου, όπως είδαμε στους τίτλους τέλους) προσδίδουν ατμόσφαιρα σε μια παραγωγή απαιτητική, λόγω της εποχής και της γεωγραφίας.