Ο Κάμερον Κρόου δεν αρνείται τη συγκίνηση μέσα από τα απλά και βασικά συναισθήματα. Ποντάρει στη χαμένη και υπολογίσιμη παιδικότητα των ανδρών και στη δύναμη των γυναικών να την ανιχνεύσουν και ν’ ανταποκριθούν σε αυτή. Η περπατημένη Πένι Λέιν εμπιστεύτηκε τον ενθουσιώδη, ανήλικο δημοσιογράφο στο Σχεδόν Διάσημοι, η Κίρστεν Ντανστ στήριξε τον απολωλότα οδοιπόρο Ορλάντο Μπλουμ στο Elizabethtown, μιλώντας του ασταμάτητα στο τηλέφωνο, και στον Ζωολογικό μας Κήπο, η Σκάρλετ Γιοχάνσον ξετινάζει με το δύσπιστο βλέμμα της την αψυχολόγητη ενέργεια ενός άσχετου να αγοράσει μια φάρμα με ζώα και αντιδρά στη θετική διαίσθηση ενός αυθεντικού τυχοδιώκτη. Όντως, ο Ματ Ντέιμον υποδύεται έναν άνθρωπο της περιπέτειας που αναγκάζεται να κουμαντάρει έναν γιο στην εφηβεία και μια γλυκύτατη μικρότερη κόρη, μετά τον θάνατο της γυναίκας του. Δεν μπορεί πλέον να κάνει κάτι ριψοκίνδυνο, αλλά το να μετακομίσει στα προάστια, σ’ έναν εγκαταλελειμμένο ζωολογικό κήπο, είναι, εκτός από μια οικολογική και καλή χειρονομία, ένα οικονομικό ρίσκο κι ένα ξερίζωμα από μια στρωμένη ζωή. Ο γιος αποξενώνεται περισσότερο και η μικρή δεν είναι σε θέση να κρίνει - τα βρίσκει όλα ρόδινα. Ένα επιτελείο ειδικών, sui generis και ειδικού χειρισμού, βάζει τα δυνατά του για να συνεφέρει την ξεχαρβαλωμένη έκταση και να επαναφέρει σε λειτουργία μια αποκοτιά. Η νοσταλγία για μια νεοχίπικη, συμβιωτική μικροκοινωνία είναι παρούσα και ο Κρόου βάζει κι αυτός με τη σειρά του τα δυνατά του να δώσει ζωή σε μια παράξενη ιστορία, που βασίζεται ωστόσο σε πραγματικά γεγονότα - μετακομίζοντας το στόρι από την Αγγλία στην Αμερική. Η ταινία τραβάει περισσότερο απ’ όσο αντέχει η υπόθεση, λόγω της σταθερής εμμονής του Κάμερον Κρόου να δίνει μεγάλες ανάσες στην ψυχολογική αποκατάσταση ανθρώπων που αμφιβάλλουν και ταλανίζονται κομψά σ’ ένα κρίσιμο μεταίχμιο της ζωής τους. Για το πάντα προσεγμένο του σάουντρακ αυτήν τη φορά εμπιστεύτηκε τον Τζόνζι των Sigur Ros - γάργαρο, διανθισμένο με εκλεκτικές παρεμβάσεις από παλιότερα τραγούδια άλλων ερμηνευτών.