Γυρισμένο εξ ολοκλήρου με μία λήψη, το φιλμ PVC-1είναι εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία. Το 2000, σε μια αγροτική περιοχή της Κολομβίας, μια γυναίκα και η οικογένειά της έπεσαν θύματα μιας ασυνήθιστης τρομοκρατικής ενέργειας για λύτρα 7.000 δολαρίων. Πιστεύοντας ότι η οικογένεια είναι πλούσια, τρομοκράτες συλλαμβάνουν εξ απήνης και παγιδεύουν τα μέλη της, απαιτώντας λύτρα. Τοποθετούν στο λαιμό της μητέρας έναν εκρηκτικό μηχανισμό με αποτέλεσμα η μητέρα να γίνει κυριολεκτικά μια ωρολογιακή βόμβα και να βρεθεί παγιδευμένη σε ασύλληπτες συνθήκες ψυχολογικής και σωματικής πίεσης. Η γυναίκα και η οικογένειά της κάνουν δραματικές προσπάθειες να απενεργοποιήσουν τη βόμβα καθώς ο χρόνος μετρά αντίστροφα και η ένταση κορυφώνεται.

Ο τίτλος βγαίνει από το υλικό που έχει περασμένο σαν κολάρο η μάνα στο λαιμό της, το πολύ-βυνιλικό χλωρίδιο, που στη διάρκεια της διαδρομής της μέσα από άγρια μονοπάτια, παρέα με το σύζυγο και τη μεγάλη της κόρη, εξαπολύει έναν εκκωφαντικό ήχο που μας υπενθυμίζει βίαια πως η ζωή της μπορεί να τελειώσει σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Το άγνωστο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας την καθιστά αυτόματα αναλώσιμη στα μάτια ενός θεατή που δεν ταυτίζεται με μια σταρ και ταυτόχρονα με την πάγια κινηματογραφική πεποίθηση πως ένας γνωστός ηθοποιός δεν πεθαίνει με τίποτε.

Αυτή δεν είναι η μόνη έξυπνη κίνηση του Σταθουλόπουλου, ενός κινηματογραφιστή που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, έφυγε για την Κολομβία στα 14 του χρόνια, ξαναγύρισε για να κάνει το στρατιωτικό του και μετά από μια μικρού μήκους στη χώρα μας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Καλιφόρνια και κατέληξε πίσω στη Λατινική Αμερική, για να γυρίσει τούτη εδώ την ταινία και να δεχθεί πρόσκληση από το Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες.

Το PVCεφαρμόζει τις απόλυτες αρχές του ρεαλισμού σε πραγματικό χρόνο για να εντείνει την εντύπωση της φθαρτής ύπαρξης του ανθρώπου. Με μια αναποδιά της μοίρας, μια οικογένεια πέφτει θύμα μιας μεγάλης παρεξήγησης. Επιπλέον, είναι και η μητέρα, που δεν έχει πειράξει ποτέ κανέναν, όπως ομολογεί στον άνθρωπο που έχει κληθεί να απενεργοποιήσει τον ωρολογιακό μηχανισμό, κρατώντας σφιχτά το κομποσχοίνι της.

Αντίθετα με τη Θηλειάτου Χίτσκοκ, την πιο γνωστή ταινία που βασίστηκε στην ίδια λογική της μιας λήψης, αν και τότε ο μετρ έκλεψε το εφέ μιας και δεν υπήρχε δυνατότητα μονοκόμματου πλάνου τέτοιας διάρκειας σε φιλμ, ο Σταθουλόπουλος δεν παίζει με το θέμα του, κρατώντας για τον εαυτό του τη θέση του ντοκιμαντερίστα, αναπλάθοντας μια πραγματική ιστορία σε φυσικό ντεκόρ και νατουραλισμό στις ερμηνείες. Το μεγάλο του όπλο, η καταπληκτική χρήση της κάμερας και η ανθεκτική παρακολούθηση και καταγραφή λεπτομερειών που φτιάχνουν χαρακτήρες, τον προδίδει όσο προχωράμε στο φινάλε. Το εφέ εξαντλείται, σχεδόν κουράζει. Η απουσία μοντάζ αποσπά το μάτι από το πρόσωπο της αγωνίας, παρά την προσπάθεια να κρατηθούν στο ελάχιστο τα λοξά πλάνα.