Ως πράκτορας της CIA, η Έβελιν Σολτ (Αντζελίνα Τζολί) έχει ορκιστεί πίστη στο καθήκον, την τιμή και την πατρίδα. Η αφοσίωσή της θα δοκιμαστεί όταν ένας πρώην πράκτορας την κατηγορεί ότι είναι Ρωσίδα κατάσκοπος και η Σολτ μπαίνει στο στόχαστρο της υπηρεσίας. Ένα ασταμάτητο ανθρωποκυνηγητό θα ξεκινήσει, όπου η Έβελιν θα χρησιμοποιήσει όλες τις ικανότητες και την πολύχρονη εμπειρία της για να διαφύγει. Οι προσπάθειές της για να αποδείξει την αθωότητά της απλώς συντηρούν τις αμφιβολίες για τα αληθινά της κίνητρα, καθώς η αναζήτηση για την αληθινή της ταυτότητα συνεχίζεται και ένα ερώτημα παραμένει αναπάντητο: «Ποια είναι η Σολτ;».

Το μυστήριο παίρνει διαστάσεις εξωκινηματογραφικές, καθώς ο δράστης/ερωτηματικό είναι η Αντζελίνα Τζολί, μια γυναίκα που έχει πάψει προ πολλού να είναι απλά μια ηθοποιός (συνεπώς, φορέας ρόλων), αλλά μια προσωπικότητα με εμβέλεια που μας εμποδίζει να την πάρουμε στα σοβαρά. Δεν εννοώ πως είναι γελοία, το αντίθετο, απλώς οι ταινίες της είναι ένας πασατέμπος υψηλού προφίλ, που δεν συνάδουν με τις πολλαπλές και πολυδιαφημισμένες ενέργειές της. Δεν βοηθάει κι αυτό το πρόσωπο: το στρογγυλό βλέμμα, η εξωστρεφής κόμη, τα χείλη/μαξιλαράκια που χρησιμεύουν άλλοτε ως φιλήδονο εργαλείο ερωτικών εκφράσεων κι άλλοτε ως άσχετο αξεσουάρ, το ανδρόγυνο λιγνό κορμί που αποκτά θηλυκή υπόσταση μόνο όταν μπαίνουν εντός κάδρου τα γραμμωμένα της πόδια.

Οι φιλανθρωπικές της δραστηριότητες μπαίνουν κι αυτές στην εξίσωση που συννεφιάζει την παρθένα εικόνα που οφείλει να έχει ο θεατής όταν καλείται να δει έναν ηθοποιό να παριστάνει έναν Άλλο - η Τζόντι Φόστερ, παρότι γνωστότατη εδώ και δεκαετίες, δεν έχει μπερδέψει τα είδωλα, αν και δεν μεταμφιέζεται, ούτε έχει αλλάξει δραματικά. Η Τζολί, υπερτιμημένη στις «σοβαρές» της ερμηνείες (από κωμικές, ας ξεχάσουμε το Μια ζωή την έχουμε κι ας κρατήσουμε το νόστιμο Κύριος και Κυρία Σμιθ), δείχνει να έχει χάσει το ενδιαφέρον της για δημιουργική εξέλιξη και εσωτερικές αποχρώσεις και περιορίζεται σε εκρήξεις και μπαμ μπουμ. Ακολουθεί πιστά τις περιπέτειες που της προτείνουν οι εταιρείες παραγωγής, προφανώς θέλοντας να παίξει ένα παιχνίδι εξουσίας (με θέλετε και το ξέρω, άρα θα επιβάλω τους όρους μου). Το Salt σώζεται μόνο αν το πάρει ο θεατής στην πλάκα.

Ο ρυθμός του είναι κοφτός και γρήγορος, ένα pastiche από τον Μποντ, τον Μπορν και τις Επικίνδυνες Αποστολές. Αντιθέτως, το σενάριο, μια τούρμπο επαναφορά του ψυχροπολεμικού είδους με άγρια μαξιμαλιστικές διαθέσεις, καθώς απειλούνται αμφότεροι οι Πρόεδροι της Ρωσίας και των ΗΠΑ, καθαιρεί χωρίς σάλιο την αληθοφάνεια, ανατρέποντας συνεχώς τους όρους της κατασκοπευτικής κανονικότητας. Πρόκειται για μια παραφθορά του Manchurian Candidate, με τον Λιβ Σράιμπερ σε έναν παρόμοιο ρόλο, γεγονός που αποδυναμώνει τον μόνο από το καστ που προσπαθεί να μας εξαπατήσει με αξιοπρέπεια. Και φυσικά υπάρχει η Τζολί (η οποία ανατρέπει τους νόμους της βαρύτητας, συνεχίζοντας τη ρομποτική της παράδοση), που ξεκινά μπλαβιά από το ξύλο και τα βασανιστήρια, σώζεται και αναρρώνει πλήρως σαν από θαύμα, συνεχίζει ως πράκτορας με ταγιέρ, βάζει φόρμες και σκουφιά και πηδάει, χωρίς να υποστεί φθορές, από φορτηγά, δραπετεύει από τρακαρισμένα αυτοκίνητα, καβαλάει μηχανές, χτυπάει σαν τον Τζάκι Τσαν, βάζει γούνες και καθαρίζει όποιον βρει μπροστά της, και τέλος αλλάζει φύλο με μάσκες, σαν τον Τομ Κρουζ, για τον οποίο αρχικά προοριζόταν ο ρόλος. Είναι μια Μάτα Χάρι παιγμένη από τη Μάρλεν Ντίντριχ. Ίσως η καλύτερη κωμωδία της...