Η Κόπολα συναρπάζεται από το πρόσκαιρο σπίτι που παίρνει τη μορφή ενός δωματίου ξενοδοχείου. Όταν ήταν μικρή ακολουθούσε τον πατέρα της σε όλον τον κόσμο, παρατηρούσε τους ανθρώπους του σινεμά αλλά και την ιδιαίτερη γοητεία των μεγάλων ξενοδοχείων, που στα μάτια ενός πιτσιρικιού μετατρέπεται σε μια παραμυθένια εστία εξυπηρέτησης, περαστικών και μόνιμων πελατών. Περισσότερο από το απρόσωπο Hyatt του Τόκυο στο Χαμένοι στη μετάφραση, το Chateau Marmont είναι το μοναδικό λημέρι που είναι αβίαστα φιλικό προς τους ρόκερ και τους movie stars του λεκανοπεδίου της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας - έχει φιλοξενήσει πολλούς και ανεχτεί κάποιους, ως και ο έσχατος τόπος κατοικίας λίγων αλλά τραγικών έχει γίνει. Εκεί μένει ο ήρωας του Somewhere, ο ηθοποιός Τζόνι Μάρκο, χαμένος σε μια θολή παρακμή, μεθυσμένος ανάμεσα σε βίζιτες που κάνουν pole dancing και άσχετους παρεπιδημούντες, μια καταχρασμένη και ασαφής προσωπικότητα που αναγκαστικά φοράει τα καλά του όταν τον επισκέπτεται η 11χρονη κόρη του.

Δεν του είναι πάντα εύκολο να την υποδεχτεί σε ένα ξενοδοχείο, αλλά η μικρή αποτελεί τη μοναδική του επαφή με την πραγματικότητα: κρύβει τις αμαρτίες του κάτω από το χαλί και επικοινωνεί στη γλώσσα της. Να μια λεπτομέρεια από τις πολλές στην ταινία, που η Κόπολα δεν νιώθει την ανάγκη να διαφημίσει, χρησιμοποιώντας και πάλι το απαλό, ελλειπτικό της στυλ. Το διανοητικό επίπεδο ενός σταρ του σινεμά δεν διαφέρει και πολύ από εκείνο της μικρής του κόρης. Μιλάνε με αργκό τηλεόρασης και βιντεο-παιχνιδιών και οι λιγόλογες αναφορές περιορίζονται, ούτως ή άλλως, στην περιοχή του μαζικού θεάματος. Ωστόσο, η Κόπολα, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι την ψευδαίσθηση της αναγνωρισιμότητας (ούσα και η ίδια γνωστή ως η κόρη του μπαμπά της πριν ακόμη κάνει κάτι άξιο αυτόνομης αναγνώρισης), διαβάζει τους ανθρώπους που διαθέτουν μια ψυχή κάτω από το καλλιτεχνικό τους alter ego και τις επιδερμικές τους συνήθειες.

Ακόμη κι ένας τύπος ονόματι Τζόνι Μάρκο είναι ένας άνθρωπος πέρα από τη βυθισμένη του καθημερινότητα και το προφανές επαγγελματικό του αδιέξοδο. Δεν είναι αντιπαθής, ούτε κατά διάνοια συμπαθής, όμως ισοφαρίζει την αδιαφορία με μια ευγένεια χαρακτήρα. Η Κόπολα βλέπει το χιούμορ στις καταστάσεις και την τρυφερότητα στην απελπισία του. Ανεξάρτητα από τις αρετές της ταινίας Somewhere (το λακωνικό σενάριο/βάση για ανάπτυξη, την επικεντρωμένη σκηνοθεσία, τους δυο κύριους χαρακτήρες που αντιπαρατάσσουν την αδράνεια στην αθωότητα), παρακολουθούμε τη διάφανη πορεία μιας πολύ ενδιαφέρουσας και ειλικρινούς σκηνοθέτιδος. Τα θέματα που την απασχολούν επανέρχονται ακόμη κι αν η κλίμακα είναι εντελώς διαφορετική. Στη Μαρία Αντουανέτα πραγματεύτηκε τη μοναξιά μιας διασημότητας, στο Χαμένοι στη μετάφραση ένωσε δυο μοναχικούς ναυαγούς χωρίς πολλά λόγια, και στις Αυτόχειρες Παρθένους οι αδελφές Λίσμπον λαχταρούσαν αγάπη, προσοχή και αναγνώριση, όπως ακριβώς και ο Μάρκο.

Η απάντηση σε όσους αναρωτηθούν «κι εμάς τι μας νοιάζει γιατί έχει κατάθλιψη ένας ρεσταρισμένος ηθοποιός του Χόλιγουντ;» βρίσκεται στη σταθερή πίστη σε ένα σύστημα αξιών της Κόπολα, σύμφωνα με το οποίο τα λόγια δεν λένε πάντα την αλήθεια και η πραγματικότητα βρίσκεται στην αργή παρατήρηση των αντι-κινηματογραφικών πράξεων. Θιασώτης της γραμματικής του γαλλικού σινεμά, η Κόπολα φτιάχνει τα δικά της φιλμ χωρίς τα περιττά μπαγκάζια του Φράνσις Φορντ, όπως τα θέλει, χωρίς να κρίνει και να ωραιοποιεί, ζωγραφίζοντας τη δική της μουσική σε έναν ευδιάκριτο καμβά.