Τρίτη εκκίνηση για τον άνθρωπο-αράχνη και αυτήν τη φορά ένα αυθεντικό Spider Boy αναλαμβάνει να δώσει ενέργεια σε έναν ούτως ή άλλως κινητικό ήρωα, στο πρόσωπο του Τομ Χόλαντ, ο οποίος φέρεται και φαίνεται πιο νέος από τον Τόμπι Μαγκουάιρ και τον Άντριου Γκάρφιλντ. Συνεπώς, ταιριάζει γάντι, όπως διαφάνηκε στη σύντομη περσινή του εμφάνιση μαζί με τους πιο ψημένους Εκδικητές και, επιτέλους, χαίρεται με τον ρόλο του σωτήρα, δεν γκρινιάζει με υπαρξιακά τερτίπια πρώτου επιπέδου και αδημονεί να ενταχθεί το κλαμπ των Μεγάλων. Ευτυχώς, δίπλα του έχει τον Τόνι Σταρκ ως μέντορα και η σαν μαστίγιο κοφτή και κοφτερή ειρωνεία του Ρόμπερτ Ντάουνι τον προσγειώνει όταν ονειρεύεται υψιπετή και ανέφικτα κατορθώματα, και ταυτόχρονα στανιάρει τη σοβαροφανή αυτοαναφορικότητα της παντοδύναμης Marvel. Ο Πίτερ Πάρκερ, λοιπόν, είναι ένας κανονικός μαθητής, έξυπνος και ανήσυχος, γενικά σπασίκλας, με έναν ευτραφή κολλητό που τον βοηθάει όταν πρέπει να αποδείξει την αξία του μπροστά σε έναν απειλητικό εγκληματία, τον Τουμς, ο οποίος κλέβει επικίνδυνα υλικά, τα πουλάει παράνομα και μεταμορφώνεται στον ιπτάμενο Vulture – σε ένα παρατεταμένο κλείσιμο ματιού, ο Μάικλ Κίτον παίζει και πάλι έναν δισυπόστατο, βασανισμένο χαρακτήρα, μετά τον κανονικό Batman του Μπέρτον και τον μεταμοντέρνο Birdman του Ινιάριτου. Ο Πάρκερ παλεύει σε δύο ταμπλό: να αποτρέψει το κακό, κάτω από το μάτι του Iron Man και της τεχνολογικά ασφυκτικής στολής που του έχει χαρίσει για να τον ενισχύσει αλλά και για να τον παρακολουθεί αδιάλειπτα, και δεύτερον, να προλάβει να είναι εντάξει στις μαθητικές του υποχρεώσεις, έναν διασχολικό διαγωνισμό όπου συμμετέχει και θέλει να βγάλει ασπροπρόσωπο το τμήμα του, και να δώσει στην όμορφη συμμαθήτριά του Λιζ να καταλάβει πως ενδιαφέρεται, είτε ως Πίτερ είτε ως Spidey.

 

Ο Πίτερ Πάρκερ, λοιπόν, είναι ένας κανονικός μαθητής, έξυπνος και ανήσυχος, γενικά σπασίκλας, με έναν ευτραφή κολλητό που τον βοηθάει όταν πρέπει να αποδείξει την αξία του μπροστά σε έναν απειλητικό εγκληματία, τον Τουμς

 

Συνολικά, ο Spider-Μan που ήρθε στον τόπο του έχει κατεβάσει τον ηλικιακό πήχη (ακόμα και η ταλαίπωρη θεία Μέι έγινε σέξι, αφού την υποδύεται η Μαρίσα Τομέι) και διαπνέεται από πνεύμα ανανέωσης και ελαφράδας, αφήνοντας πολύ πίσω τις μπαρόκ συνθέσεις του Σαμ Ράιμι, αλλά και το, επί ημερών Γκάρφιλντ, Αngst. Ωστόσο, οι σκηνές δράσης δεν παρουσιάζουν σοβαρά σημάδια ευφάνταστου θεάματος και βασίζονται περισσότερο σε οπτικοακουστικό θόρυβο και έναν déjà vu εντυπωσιασμό – η ταινία είναι μάλλον μια περιπέτεια χαρακτήρων με στοιχεία κομεντί και μια ειλικρινή και, όπως αποδεικνύεται στο φινάλε, ρεαλιστική συγκρουσιακή απεικόνιση της ενηλικίωσης, παρά ένα καραμπινάτο επεισόδιο superhero action. Η προσάρτηση του Spider-Μan στο σύμπαν των Εκδικητών δίνει μέλλον και πνοή σε έναν πάντα συμπαθή, αλλά δραματικά περιορισμένο ήρωα και, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, μοιάζει με σχέση αναπτυσσόμενης εξάρτησης, δοσμένη με χιούμορ, με διάθεση πατρικής προστασίας και δραματικά, μιας σειράς λύσεων με τους από μηχανής θεούς του Σταν Λι να παρεμβαίνουν ευεργετικά στο διάλειμμά τους από τους μεγάλους πολέμους.