Η ταινία εκτυλίσσεται στα τέλη της δεκαετίας του ’40 στη Νέα Υόρκη. Ο Σαλ Παραντάις, ένας 24χρονος συγγραφέας, γνωρίζει τον Νταν Μοριάρτι, έναν 20χρονο πρώην φυλακισμένο με ευέλικτη ηθική, «τρομακτικά ενθουσιασμένο με τη ζωή», και την όμορφη σύζυγό του Μέριλου. Οι τρεις τους περνάνε τις έντονες και γεμάτες αλκοόλ νύχτες τους κάνοντας όνειρα για έναν άλλο κόσμο, ενώ μπροστά τους ανοίγεται ένα συναρπαστικό ταξίδι στους ατέλειωτους αυτοκινητοδρόμους των ΗΠΑ.

 

Αποσπασματικό, σχεδόν ελλειπτικό μέσα στην αφήγηση των επεισοδίων του, εγκεφαλικό και κυρίως μια καταγραφή ατμόσφαιρας και σκέψεων, εύλογα το Στο Δρόμο θεωρούνταν αδύνατον να φιλμαριστεί τόσα χρόνια. Προπάτορας της beat λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα δρόμου του Τζακ Κέρουακ υπήρξε επίσης μια «ιερή αγελάδα» που ευτυχώς ο Βάλτερ Σάλες δεν αντιμετωπίζει με υφολογική ευλάβεια ούτε και με περιφρόνηση. Το στυλ του είναι περιγραφικό και πιστό στην πηγή ή, μάλλον, στο γράμμα της πηγής.

 

Αν η ταινία αντιμετωπιστεί ως κάτι διαφορετικό από το γεμάτο νεανική ενέργεια και ζωτική τρέλα βιβλίο, τότε δεν θα απογοητεύσει. Διότι ο Κέρουακ μιλούσε για έναν κόσμο καινούργιο κρυμμένο μέσα στον παλιό, γεμάτο κινδύνους και δυνατότητες, μια παραδεισένια κόλαση ευδαιμονίας και ρευστότητας, όπου οι διαδρομές η μία μετά την άλλη γεννούσαν μια καινούργια εμπειρία και ο Μοριάρτι αποτελούσε τη φαντασίωση για μια ζωή χωρίς όρια, πέρα από πλούτη και υλικά αγαθά - την απόκτηση όσων η ηθική απαγορεύει σ’ έναν καταπιεσμένο από την καθολική του ανατροφή νέο.

 

Ο Κέρουακ (ο εν λόγω καταπιεσμένος) ενεπλάκη έμμεσα, ως Παραντάις, κρατώντας τον ρόλο του συντονιστή ανάμεσα στην ακόμα εκκρεμή προσωπική του ταυτότητα και στο εξιδανικευμένο είδωλό του. Κι όσο κι αν ισχυρίστηκε, ερμηνεύοντας ο ίδιος το κεντρικό θέμα του βιβλίου του, πως στην ουσία πρόκειται για το ταξίδι δύο φίλων και συνοδοιπόρων στην αναζήτηση του Θεού, τον οποίο, λέει, συνάντησαν κάνα δυο φορές στη διαδρομή, το Στο Δρόμο εκτιμήθηκε και αγαπήθηκε για τη σαρκική κάψα του και την τόλμη να δείξει την κοιλιά της Αμερικής, τη μεταπολεμική υπαρξιακή σύγχυση, που έσπειρε μαζικά χαμένους και τσακισμένους ανθρώπους.

 

Αν ψάχνετε κάτι τέτοιο, το Master του Πολ Τόμας Άντερσον απαντάει δημιουργικά και, κυρίως, ρωτάει κινηματογραφικά εκεί που ο Βάλτερ Σάλες αρνείται να διαβεί και αρκείται στη νοσταλγία και τη φωτογένεια: ο Γκάρετ Χέντλουντ είναι μια νεο-χολιγουντιανή προβολή του Μοριάρτι, ένας κούκλος, και όχι κακός ηθοποιός, που ωστόσο μιμείται τις σκέψεις και τις ανησυχίες κάποιου περιπλανώμενου άνομου μισό αιώνα νωρίτερα, μπορώντας περισσότερο να καταλάβει τη δράση του. Οι γυναίκες που γλέντησε μοιάζουν κι εκείνες με αποκυήματα, λουσμένες σε ένα μυθικό φως που τις απομακρύνει ανεπιστρεπτί απο την αλήθεια.

 

Ειδικά η Κρίστεν Στιούαρτ είναι ανήλικος πειρασμός, μια αμαρτία σαν ζωγραφιά, λειτουργώντας ως το κοινό μυστικό των δύο φίλων. Μόνο η Ελίζαμπεθ ως Γκαλατέα (η σύζυγος) δίνει χαστούκι και συνεφέρνει με τις φωνές της αυτόν το φόρο τιμής στο βιβλίο - ακόμα και ο Σαμ Ράιλι, ως Παραντάις, δεν φαίνεται να είναι μέσα στον δικό του κόσμο αλλά να τον παρακολουθεί με αμηχανία. Με τα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας, ο Σάλες είχε επίκεντρο και σαφέστερο στόχο. Χρησιμοποιώντας τα ίδια όπλα, δηλαδή τον στοχασμό του Τσε μέσα από «εποικοκοδομητικά» κεφάλαια της ταξιδιωτικής του νιότης, δεν παρεξέκλινε της πορείας του και τα πήγε μια χαρά.

 

Εδώ του διαφεύγει το γιατί. Μόνο στο φινάλε, όταν ο Παραντάις καλείται να ανασύρει τις τύψεις του και να λυπηθεί, έχοντας δώσει τις ανθρώπινες ευκαιρίες που μπορούσε, η ταινία θυμάται οτι ο Κέρουακ/Παραντάις, εκτός από το μυαλό του συγγραφέα και το μάτι του παρατηρητή, είχε και μια αγρίως άστατη καρδιά, πελαγωμένη και αντικρουόμενη.