Ένας συγγραφέας διηγείται τις σκέψεις του για τον νέο ήρωα του βιβλίου του στην αλλοδαπή βοηθό του, η οποία δεν καταλαβαίνει λέξη από αυτά που του λέει. Απέναντι σε έναν συμπαθή ακροατή, ο συγγραφέας απελευθερώνεται και αναπτύσσει τις περιπέτειες του Καρπουζοκέφαλου σε μια Αθήνα που ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος βλέπει με αγάπη και νοσταλγία, σαν έναν τόπο που δεν υπάρχει παρά μόνο στη μνήμη των καλόκαρδων και των παραμυθάδων, παραπέμποντας κομψά και υπόγεια στο δικό του σινεμά που βαθμιαία χάνεται, όπως οι μουριές και οι φραγκοσυκιές από το κέντρο της πόλης.

Η φαντασία της εύφορης και αιωνίως ανοιξιάτικης πρωτεύουσας ολοκληρώνει την άτυπη τριλογία του Παναγιωτόπουλου (το βιβλίο του οποίου Από το καλάθι των αχρήστων ήταν μακράν το αγαπημένο μου ανάγνωσμα για φέτος) για την Αθήνα με έναν αναπάντεχο τρόπο, μια και η εναλλαγή μεταξύ του λογοτέχνη και ενός ναΐφ ήρωα τού προσφέρει τη δυνατότητα να παίξει με τον τόνο και να μαζέψει αξιοπερίεργες φιγούρες που χαρακτηρίζουν την πόλη, δίνοντάς της χρώμα και άρωμα. Κι ενώ οι λέξεις δίνουν τη θέση τους στις εικόνες κι ο Βογιατζής είναι ιδανική φιγούρα στον ρόλο του μοναχικού συγγραφέα, η μετάφραση του βιβλίου του Σωτήρη Δημητρίου σε σκηνές γίνεται με αποσπασματικό και δραματουργικά μονότονο τρόπο από τον Παναγιωτόπουλο.

Οι διαδρομές στο έργο του σκηνοθέτη, όπως στο άκρως ικανοποιητικό Αθήνα-Κωνσταντινούπολη, τον βοηθάνε σε δύναμη, του δίνουν προορισμό, οι ταινίες του μοιάζουν να έχουν έναν σκοπό να εκπληρώσουν. Χωρίς τελικό σταθμό, μετράμε ωραίες στιγμές, στοχασμούς και κινηματογραφικά παιχνίδια. Τα Οπωροφόρα εξαντλούνται νωρίς και αποκτούν ομοιογένεια χάρη στην πείρα του Παναγιωτόπουλου και την αναμφισβήτητη κινηματογραφική του αίσθηση. Προσπαθώντας να κατανοήσω για ποιον λόγο αγαπώ το σινεμά του Παναγιωτόπουλου, όπως κι εκείνο του Περράκη, διαφωνώντας με πολλές από τις ταινίες τους, δίνω την εξήγηση πως κι εκείνοι με τη σειρά τους σκέφτονται πριν καταπιαστούν με τα θέματά τους και παραδίδουν ένα κομμάτι του εαυτού τους, φιλμάροντάς τα.