Η (κατά βάση) πραγματική ιστορία του Μίκι Γουόρντ, ενός φτωχόπαιδου από το Λόουελ της Μασαχουσέτης (ιδιαίτερης πατρίδας του Κέρουακ), που κατάφερε να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής μετά από μια επιτυχημένη επιστροφή, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '90. Αρχικά, τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο Ντάρεν Αρονόφσκι, ο οποίος, μετά τον παλαιστή, άλλαξε θέμα και πέρασε στο μπαλέτο και τον Μαύρο Κύκνο. Ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ έχει εδώ την ευκαιρία να κάνει αυτό που γνωρίζει καλύτερα: να διαβάζει καλά τους χαρακτήρες και να παίρνει το μέγιστο από τους ηθοποιούς, να κινεί γρήγορα την κάμερά του και να διατηρεί ένα ενιαίο πνεύμα στην ταινία. Το είχαμε απολαύσει στο Flirting with disaster πριν από 15 χρόνια, άντε και στο χαοτικό αλλά ενδιαφέρον Three Kings, και μετά... γεια σας.

Το Fighter έχει ζουμί. Ο Μίκι Γουόρντ είναι ο μικρότερος, ετεροθαλής αδελφός του Ντίκι Γουόρντ, ονομαστού ως το Καμάρι του Λόουελ, ενός μποξέρ που στα νιάτα του είχε ρίξει στο καναβάτσο τον θρυλικό Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ, αλλά έκτοτε χάθηκε, εθίστηκε στο κρακ και έγινε η σκιά του εαυτού του, με κλοπές, απάτες, καταδίκες και φυλακή. Είναι ο άνθρωπος που έμαθε στον Μίκι πώς να αγωνίζεται και να αντέχει, καλλιέργησε δηλαδή μια αξιοθαύμαστη στάμινα στο στυλ του αδελφού του, που τον βοήθησε να επιμένει εκεί που όλα έμοιαζαν χαμένα, να επανέρχεται και να κερδίζει εντυπωσιακά αγώνες με χτυπήματα στο κορμί και ανορθόδοξη τακτική. Η πυγμαχία διατηρεί μεν τον στόχο του φιλμ, αλλά το βάρος πέφτει στο κοινωνικό περιβάλλον.

Η εργατική συνοικία αποτελεί ένα αιχμηρό, πολύχρωμο, καρτουνίστικα ζωηρό υπόβαθρο που θρέφει καυγάδες, έριδες, βρισίδια και φωνασκίες. Λαϊκά απολίτιστοι, τα μέλη της οικογένειας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της Αμερικής που επλήγη από τη βιομηχανική ύφεση (όπως το Ντιτρόιτ), εξισώνοντας την επιθετική συμπεριφορά με τη φτώχια. Δουλειά του Ράσελ είναι να καταστήσει συμπαθείς, βασικά άθλιους, άστατους, ανυπόληπτους, σχεδόν ζωώδεις ανθρώπους. Το μποξ δεν είναι διαφυγή σε τέτοια μέρη, αλλά βασική επιλογή στο μενού. Για να το καταφέρει αυτό, ο Ράσελ ισορροπεί. Ο Μαρκ Γουόλμπεργκ είναι πράος, εσωτερικός, σχεδόν καρτερικός σε σχέση με τον κλόουν Ντίκι, έναν φαφλατά πρεζάκια, επιρρεπή στο σφάλμα και επιπόλαιο σε κολάσιμο βαθμό.

Η μάνα τους είναι η πηγή του κακού, μια αλλοπρόσαλλη γυναίκα χωρίς σχέδιο, που μεθάει και το μόνο που θέλει είναι η «αρπαχτή» για τα παιδιά της. Τον Μίκι επιχειρεί να σώσει η Σαρλίν, η φιλενάδα του, η οποία του ενισχύει τη χαμηλή του αυτοπεποίθηση και τον φουσκώνει εναντίον της οικογένειάς του. Δεν είναι αγία ωστόσο: διεκδικεί αγοραία και πονηρά, δέρνει, αν χρειαστεί. Είναι το αποφασιστικό αντίβαρο ενός μαλθακού αγωνιστή, που δεν μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στους κεντρομόλους μέντορές του και το μάλλον λαμπρό μέλλον του. Κι όσο κινητικό είναι το παιχνίδισμα της κάμερας του Ράσελ, η μείξη σκηνών δωματίου και δρόμου και η χρήση του ντοκιμαντέρ, που όντως γύρισε αμερικανικό τηλεοπτικό κανάλι με θέμα τον εθισμό του Ντίκι που τον ρεζίλεψε στην πόλη του, άλλο τόσο σοφός είναι ο φωτισμός του οπερατέρ Χόιτε βαν Χοϊτέμα, που θαυμάσαμε στο αυθεντικό Άσε το κακό να μπει - σκιαγραφεί τη ρουφήχτρα γενέτειρα ως μια πεζή κωμόπολη και τους αγώνες με τηλεοπτικές, επίπεδες φωταψίες, όπως τις παρακολουθούν όλοι από την τηλεόραση (η οποία κρατάει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία, ως πηγή διασκέδασης, ενημέρωσης και αφορμή για κουτσομπολιά).

Το φιλμ δεν επιμένει πολύ στο πυγμαχικό κομμάτι. Δεν φτάνει καν στους θρυλικούς, ψυχοβγαλτικούς αγώνες του Γουόρντ με τον μακαρίτη πια Αρτούρο Γκάτι, καθένας από τους οποίους είχε ψηφιστεί ως ο καλύτερος της σεζόν. Έχει την απαραίτητη κορύφωση στο τέλος, αλλά επιμένει στη σύνθεση ενός λαϊκού μελοδράματος, εμφατικού, συνηθισμένου (τι άλλο, πια, να πει κανείς για τα εργατικά στρώματα που γεννάνε καλόπαιδα με πυγμή;) αλλά υπέροχα εκτελεσμένου από τους ηθοποιούς, σαν ένα τσίρκο με ανθρώπινα ρετάλια στα όρια του γελοίου. Η Έιμι Άνταμς έχει δύναμη, η Μελίσα Λίο, μια βραχνή, φθαρμένη φάτσα με τσαγανό, είναι τέλεια στον ρόλο της φάλτσας μάνας, ο Γουόλμπεργκ, που είναι και παραγωγός, παίζει χαμηλά, απαντώντας στη δράση με underplay που ταιριάζει στον χαρακτήρα του, και ο Κρίστιαν Μπέιλ δίνει μια από τις ερμηνείες της χρονιάς, χτικιάρης όσο και στον Μηχανουργό, αστείος και τραγικός μαζί, ένα φάντασμα με ψυχή - φαβορί (θα προτιμούσα με νοκ-άουτ στους αντιπάλους του) για το Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου.