Δεν έχουν παιδιά. Σχέσεις, παιδιά, συμβίωση, αποβολή, φυγή κι επιστροφή: αυτή η σχέση τα πέρασε όλα και δεν έχει πολλά να προσβλέπει για το μέλλον. Μέχρι που και οι δύο, χωρίς να το ξέρει ο ένας για τον άλλο, ερωτεύονται τον ίδιο άντρα, τον Άνταμ.

Η προοπτική της νεότητας απομακρύνεται, η δημιουργικότητα τελεί εν αμφιβόλω, ο θάνατος πλησιάζει και οι παράτολμες κινήσεις, εκείνες που μπερδεύουν και απελευθερώνουν ταυτόχρονα, αποτελούν το κάδρο του Τρίο του Τομ Τίκβερ, ενός σκηνοθέτη που εδώ τέμνει τα κινηματογραφικά του κάδρα με πολλαπλά split για να τεμαχίσει τις σχέσεις και να τις εξερευνήσει. Το θέμα, τοποθετημένο στο σύγχρονο Βερολίνο, αδυνατεί να σοκάρει ακόμη και τους ξένους θεατές, πόσο μάλλον τους πιο ψύχραιμους περί σεξουαλικότητας Γερμανούς. Συνεπώς, το πρόβλημα βρίσκεται στις συναισθηματικές ισορροπίες του ζευγαριού και του τρίτου, από τη στιγμή που μπαίνει στη ζωή τους. Με το στιλπνό του ύφος, την οργάνωση του σεναρίου και τη λαμπερή του κινηματογράφηση, ο Τίκβερ αποφεύγει την ουσία και την όποια σοβαρότητα. Το φινάλε, μια ουτοπία με μπαλετική προσποίηση βιντεοκλίπ, μ’ έκανε να νοσταλγήσω την ποιητικότητα της πραγματικά τολμηρής τριπλέτας στο Ken Park του Λάρι Κλαρκ - μια απόδραση στο όνειρο της αιώνιας ηδονής.