Η νόσος του Lyme είναι ένα μεταναστευτικό ερύθημα που δεν μένει μόνο στο δέρμα αλλά προκαλεί παραλυτικές παρενέργειες και καταλήγει να είναι μια επώδυνη, εκφυλιστική κατάσταση για τη ζωή. Ο ιατρικός δανεισμός στον τίτλο της ταινίας του Ντέρεκ Μαρτίνι συμβολίζει την ίδια τη ζωή, στην εξέλιξη της οποίας τα μικρά συμπτώματα, όπως το κόκκινο σημάδι που εμφανίζεται μερικές εβδομάδες μετά από το τσίμπημα ενός τσιμπουριού, συσσωρεύονται σταδιακά και διαπερνούν την επιδερμίδα, επηρεάζοντας μέχρι και τον ψυχισμό. Στην Ξινή Ζωή, ο Σκοτ περνάει μια δύσκολη εφηβεία: ο πατέρας του κερατώνει τη μάνα του με τη γραμματέα του, ο σύζυγος της γραμματέως έχει την προαναφερθείσα ασθένεια και μια περίεργη εμμονή με τα ελάφια, η κόρη τους «παίζει» με τον Σκοτ και τα αισθήματά του, και ο αδελφός του Σκοτ, το πρότυπό του, έχει καταταγεί στον στρατό και είναι έτοιμος να πολεμήσει στα Φόκλαντ, έστω και από το πόστο της επικοινωνίας και των ραντάρ. Είναι μια καλή ευκαιρία γι' αυτόν να διαφύγει από ένα προβληματικό σπίτι, την καθημερινότητα του οποίου βιώνει με βουβό πόνο ο Σκοτ.

Βρισκόμαστε στο 1979, στα περίχωρα της Νέας Υόρκης, όπου η επιδημία της νόσου του Lyme, εκτός από αληθινό γεγονός, χρησιμοποιείται ως επιδημιολογικό εύρημα που δραματικά εξυπηρετεί τους αδελφούς Μαρτίνι, οι οποίοι έγραψαν το περίπου αυτοβιογραφικό σενάριο, ώστε να μιλήσουν για την αλλαγή στην προοπτική του αμερικάνικου ονείρου. Τα χαλαρωμένα ήθη στράβωσαν, οι τακτοποιημένες οικογένειες ξίνισαν, οι αστοί, νέοι και παλιότεροι, πλήρωσαν τη βιομηχανική ανάπτυξη και την προαστιακή περίφραξη σε τακτοποιημένα γκέτο wasp προνομιούχων. Ο πατέρας του Σκοτ είναι πετυχημένος κτηματομεσίτης, αλλά τα χρήματά του δεν τον εμποδίζουν να προσβάλλει την οικογένειά του (βοηθούντος και του άπιστου ιρλανδικού του DNA) και η μητέρα του αντιδρά σπασμωδικά και άνισα, διστακτική ανάμεσα στην προσποίηση και την αγάπη. Οι γείτονες και γονείς της αγαπημένης του Σκοτ είναι ακόμη πιο ρημαγμένοι: η γραμματέας ποζάρει ως άνετη με τα καλά της ρούχα και το άψογο μακιγιάζ και ο πατέρας ταλανίζεται από την αρρώστια και την ενοχή ενός ανθρώπου που αισθάνεται άχρηστος, διότι είναι άνεργος και εξαρτημένος από τα φάρμακα, βρίσκοντας παρηγοριά στο όπλο του, στη φούντα, στα ελάφια του δάσους, με μερικές αναλαμπές χιουμοριστικών παρατηρήσεων.

Η έμφαση δίνεται στο μπέρδεμα του Σκοτ. Οι συναισθηματικές διακυμάνσεις του αναβλύζουν σαν τοξική λάβα μέσα από ένα ηφαίστειο εσωστρέφειας. Οι επιρροές της εποχής, όπως ο Ταξιτζής, η ροκ μαγκιά με δόσεις cool και η πολιτική σύγχυση, εμφανίζονται πάνω του σαν τα προεόρτια του άτσαλου ανδρισμού. Είναι ένα παιδί που βλέπει την οικογένειά του να παίρνει σταδιακά μια τερατώδη μορφή και αγνοεί το εγχειρίδιο της πρέπουσας συμπεριφοράς σε όλα τα ξυπνητήρια που έπεσαν ταυτόχρονα στο κεφάλι του. Το πολύ κοντινό πλάνο στο δάκρυ που κυλάει από το μάτι του, σαν πληγωμένο ζώο που είναι ανήμπορο να μιλήσει, την ώρα που κρυφακούει τους γονείς του να ξεσκίζουν τις σάρκες τους στην κουζίνα, είναι μια πετυχημένη, ευαίσθητη εξαίρεση σε ένα φιλμ που επιδιώκει να διατηρήσει την κινηματογραφική ψυχραιμία του και να την κάνει απόσταση με στυλ.

Αν και μοιάζει πολύ με την Παγοθύελλα του Ανγκ Λι και λιγότερο με το American Beauty του Μέντες, δεν διαθέτει τη διεισδυτική και ποιητική υπέρβαση του πρώτου ή την κυνική υπερβολή του δεύτερου. Ωστόσο, περιγράφει και παρατηρεί σωστά, σε ένα γήπεδο που μας φαίνεται γνώριμο, το πέρασμα μιας Αμερικής από το επαναστατικό νέο στη σιωπηλή οπισθοδρόμηση που ακολούθησε, και τη μετάβαση ενός ευάλωτου και διστακτικού έφηβου σε έναν υποψιασμένο και πάλι διστακτικό νέο άνδρα. Ο Ρόρι Κάλκιν είναι υπέροχος και πολύ αληθινός στον ρόλο του Σκοτ, όπως και ο αδελφός του Κίεραν - απόδειξη ότι το σόι των Κάλκιν δεν είναι «μόνο στο σπίτι». Εκτός από τους Σίνθια Νίξον και Τίμοθι Χάτον, τους γονείς της φίλης, που ιχνογραφούνται με αδικαιολόγητη σχηματικότητα, ο Άλεκ Μπάλντουιν και η παραγνωρισμένη Τζιλ Χένεσι, οι γονείς του Σκοτ, κάνουν λεπτή δουλειά πάνω στις ανθρώπινες λεπτομέρειες σε ένα επιτελείο ηθοποιών που ξεπερνάει σχεδόν πάντα τον μονόδρομο που διαγράφει το σενάριο.