Πολύ πριν το κιαροσκούρο του Έλσγουιτ και τους χιτσκοκισμούς του Ζαΐλιαν στο Netflix, πολύ πριν ο Τζουντ Λο και ο Ματ Ντέιμον τραγουδήσουν «Tu vuo fa l’Americano» και ξανακάνουν το τραγούδι διεθνές hit, ο «Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ», το πρώτο βιβλίο της διάσημης σειράς της Πατρίσια Χάισμιθ, είχε μεταφερθεί στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Ρενέ Κλεμάν με τον τίτλο Plein Soleil (Γυμνοί στον Ήλιο). 

 

Το στόρι είναι πια γνωστό. Αμερικανός μεγαλοεπιχειρηματίας απευθύνεται στον Τομ Ρίπλεϊ, έναν νεαρό αριβίστα, ώστε να πείσει τον γιο του, που «κοπροσκυλιάζει» στην Ιταλία, να επιστρέψει στο Σαν Φρανσίσκο και να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. Ο Τομ ταξιδεύει υπερατλαντικά μέχρι τη γειτονική μας χώρα, βρίσκει τον άσωτο υιό και γοητεύεται τόσο από τη ζωή του, που θέλει να την κάνει δική του με κάθε τρόπο. 

 

Η πρώτη κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου εστιάζει αποκλειστικά στην ταξικότητα. Ο Ρίπλεϊ της ταινίας δεν είναι απλώς γοητευτικός, φέρει τα χαρακτηριστικά του Αλέν Ντελόν, δηλαδή ενός άνδρα τόσο όμορφου, που κάνει όλους εμάς τους υπόλοιπους να θέλουμε να ανοίξει η Γη να μας καταπιεί, αναλογιζόμενοι τις φορές που επιχειρήσαμε να παραστήσουμε τον ωραίο. Και είναι σίγουρα ομορφότερος από τον Φίλιπ -όχι Ντίκι- Γκρίνλιφ της ταινίας, που φέρει τη μορφή του Μορίς Ρονέ, φίλου του πρωταγωνιστή (SPOILER ALERT), τον οποίο o τελευταίος θα σκότωνε ξανά επί της οθόνης λίγα χρόνια μετά στην Πισίνα του Ζακ Ντερέ. Εκεί οι δυο τους θα συνάντησαν και πάλι τη Ρόμι Σνάιντερ, που κάνει πέρασμα λίγων δευτερολέπτων στην αρχή του φιλμ.   

 

Αφού, λοιπόν, ο Τομ έχει τη γοητεία, το μόνο που του λείπει είναι το κεφάλαιο, μια έλλειψη που ο Φίλιπ δεν σταματά να του θυμίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα. Η ταξική ατζέντα του ήρωα και της ταινίας γίνεται εμφανής κι από ένα πολύ χαρακτηριστικό πλάνο, με τον Τομ πάνω σε μια λιτή βαρκούλα, δεμένη στο πολυτελές ιστιοφόρο του Φίλιπ, το οποίο φαίνεται στο βάθος. Κι αν η ταξική ανάγνωση του Κλεμάν, που συνυπογράφει το σενάριο, είναι αξιέπαινη, στα μάτια μας υστερεί σε σχέση με εκείνη του Μινγκέλα. Το θρυμματισμένο πορτρέτο που ζωγράφισαν ο τελευταίος με τον Ματ Ντέιμον, πέραν των ταξικών κινήτρων, περιλαμβάνει τον ομοερωτισμό και τη συχνά καταστροφική, αλλά στο βάθος ανθρώπινη ανάγκη του ανήκειν – είναι, δηλαδή, πιο σύνθετο. Τουλάχιστον, η δολοφονική πορεία του ήρωα είναι όμοια και ο Κλεμάν τη σκιαγραφεί δεξιοτεχνικά, αναδεικνύοντας τη σταδιακή εξοικείωση του χαρακτήρα με την εγκληματικότητα. Παρατηρείστε, για παράδειγμα, τη διαφορά στον ηχητικό σχεδιασμό των δυο πρώτων φόνων και θα διαπιστώσετε ότι ο δεύτερος είναι πολύ πιο «ήσυχος» – άρα υπάρχει μια μεθοδικότητα και μια νηφαλιότητα στον δεύτερο φόνο, διάφορες του ψυχικού βρασμού που καταλαμβάνει τον ήρωα στον πρώτο. 

 

Ο φακός του Κλεμάν ερωτοτροπεί διαρκώς (και δικαίως) με το πρόσωπο του Ντελόν.  Στο χαρτί ο χαρακτήρας απαιτούσε εκείνη τη γυμνή, πλήρως αφαιρετική παγωνιά που απέσπασε από τον ηθοποιό ο Μελβίλ μεταγενέστερα και λογαριάζουν για «αταλαντοσύνη» όσοι δεν αντιλαμβάνονται τη διαφορά της κινηματογραφικής από τη θεατρική ερμηνεία.  Έτσι θα καταδεικνυόταν το κενό του Τομ, που γεμίζει από τα χαρακτηριστικά των υποκειμένων του φθόνου του. Στο πανί, όμως, παρακολουθούμε έναν άλλο Τομ, πιο ζωντανό, πιο ζωηρό, τον Τομ του σεναρίου. Και βλέπουμε τον Ντελόν σε μια πιο εξωστρεφή ερμηνεία από εκείνες που τον μάθαμε αφού έχτισε την κινηματογραφική περσόνα του  - θυμίζουμε ότι με αυτήν εδώ την ταινία έγινε σταρ διεθνούς εμβέλειας – και, παράλληλα, θυμόμαστε τη σημασία των προσώπων για την τέχνη του σινεμά. Θυμόμαστε τι σημαίνει μαγνητισμός και έμφυτη πρωταγωνιστική στόφα και, ξαφνικά, αυτή η πρόσφατη κινηματογραφική απώλεια φαντάζει ακόμα μεγαλύτερη. Εμμένουμε στο «κινηματογραφική», τα υπόλοιπα είναι για δημοδιδασκάλους και αυτόκλητους τοποτηρητές ηθικής των social media. 

 

Τέτοιο είναι το εκτόπισμα του πρωταγωνιστή, που παραβλέπουμε τη νερωμένη, ηθικοπλαστική κατάληξη, μπρος στο πλάνο ενός λιαζόμενου Ντελόν που έγραψε κινηματογραφική ιστορία. Και μπορεί το Plein Soleil, με την ηλιοκαμένη φωτογραφία του και το μουσικό χαλί μεσογειακής lounge του Νίνο Ρότα, να μην ανήκει απαραίτητα στα μεγάλα κινηματογραφικά αριστουργήματα, αλλά διαθέτει όλα τα απαραίτητα συστατικά για μια ισχυρή δόση κοσμοπολίτικης θερινής ψυχαγωγίας και βραδύκαυστου σασπένς. Και αλίμονό μας αν ποτέ φτάσουμε στο σημείο που δεν θα την χρειαζόμαστε.