Η ταινία θα μπορούσε να τιτλοφορείται Strange Fruit, από το τραγούδι που ηχογράφησε η Χόλιντεϊ το 1939 και έκτοτε δεν σταμάτησε να ερμηνεύει στη σκηνή, με μια σταθερή τελετουργία: οι άνθρωποι του καμπαρέ (ή του θεάτρου, όταν της είχαν ανακαλέσει την άδεια να τραγουδά σε χώρους όπου σέρβιραν αλκοόλ) παρακαλούσαν το κοινό να κάνει απόλυτη σιωπή, τα φώτα χαμήλωναν, ένας προβολέας φώτιζε μόνο το πρόσωπό της, το έλεγε σαν να διαλογιζόταν, και μόλις τελείωνε, είχε αποχωρήσει αθόρυβα από τη σκηνή. Με στίχους από ποίημα του 1931, η υπέροχη, στοχαστική μπαλάντα αναφερόταν στο λιντσάρισμα μαύρων από λευκούς και της θύμιζε τον άδικο θάνατο του πατέρα της, επειδή το νοσοκομείο άργησε να τον αναλάβει μετά από ασθένειά του, φυσικά λόγω του χρώματος του δέρματός του, ενώ έβγαζε την πολιτική πλευρά μιας ούτως ή άλλως αδέσμευτης φύσης. Με πρόσχημα τον εθισμό της στην ηρωίνη, η Δίωξη Ναρκωτικών έλαβε εντολή να την καταστρέψει αν δεν απέρριπτε κατηγορηματικά το «Strange Fruit» από το ρεπερτόριό της.
Η Χόλιντεϊ δεν καταχωρίστηκε ποτέ ως ακτιβίστρια, αλλά αυτή η «ξαφνική αποφορά της καμένης σάρκας» που διαδέχεται «τη γλυκιά και δροσερή μυρωδιά της μανόλιας» πυροδότησε μια προσωπική αντίσταση που κράτησε όλη τη βασανισμένη της ζωή, τουλάχιστον σύμφωνα με το σενάριο της Σούζαν Λόρι Παρκς. Η βραβευμένη με Πούλιτζερ συγγραφέας υιοθετεί τη θεωρία του Γιχάν Χάρι για τον άνευ όρων πόλεμο της κυβέρνησης στα ναρκωτικά και την εμμονή των υπαλλήλων του Έντγκαρ Χούβερ με τη Χόλιντεϊ ως αιχμή του δόρατος και βιτρίνα, λόγω της δημοτικότητας και της παραβατικής συμπεριφοράς της. Παρά τις μεταπτώσεις της ψυχικής και σωματικής της υγείας και τις στημένες και προβεβλημένες, για λόγους παραδειγματισμού, συλλήψεις της από την αστυνομία, στις ΗΠΑ αλλά και στο εξωτερικό, κατά τη διάρκεια των τουρνέ της, η Χόλιντεϊ άντεχε και επανέκαμπτε, μέχρι το τέλος. Ακόμη χειρότερα για τους εχθρούς της, άρεσε πολύ και επηρέαζε.
Η οπτική της ταινίας Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον Μπίλι Χόλιντεϊ κινείται γύρω από τη συνεχιζόμενη αντιπαλότητα που υπαγορεύει ο τίτλος και τη μοναδική σχέση που είχε με έναν άνδρα που δεν την αντιμετώπιζε βίαια, όπως οι άλλοι δυνάστες της ζωής της. Ο Τζίμι Φλέτσερ (τον υποδύεται με τρυφερότητα ο Τρεβάντε Ρόουντς από το Moonlight) είναι ο φιλόδοξος μυστικός ομοσπονδιακός που φυτεύει το FBI στον στενό της κύκλο και προδίδει την εμπιστοσύνη και την αδυναμία της προς αυτόν, γιατί η κοσμοθεωρία και η συνείδησή του διαφέρουν εντελώς από την παρορμητική και απροσάρμοστη φύση της. Ο έρωτάς τους λαμβάνεται ως δεδομένος από την Παρκς και τον Ντάνιελς, αν και κανείς από τους δύο δεν τον είχε παραδεχτεί ιστορικά, συνεπώς λειτουργεί περισσότερο για δραματουργικούς λόγους. Το πρόβλημα δεν είναι η αρχειακή ορθότητα ή το κέντρο βάρος μιας βιογραφίας με μετατοπισμένο το προφίλ από το εντελώς προσωπικό στο κοινωνικό, αλλά οι μεταβάσεις από το ένα θέμα στο άλλο. Ο Ντάνιελς συνθέτει μια «φτιαγμένη» ταινία, σαν να έχει ποτιστεί από τη ζαλάδα του ποτού και την παραίσθηση των ναρκωτικών, ας πούμε υποκειμενικά ιδωμένη από την πρωταγωνίστρια μιας μπερδεμένης ζωής ‒ το ίδιο συμβαίνει και στο ηχητικό τοπίο, με ένα ασαφές, παρεμβατικό τζαζ χρώμα να ραγίζει την ενότητα της αφήγησης.
Η υποψήφια για Όσκαρ Α Γυναικείου Ρόλου Άντρα Ντέι είναι διαφορετική περίπτωση από την αντίστοιχη της Νταϊάνα Ρος, που επίσης έδωσε μάχη χωρίς επιτυχία στην ίδια κατηγορία το 1972, και στα τριάντα έξι της, άγνωστη άρα και ευπρόσδεκτη έκπληξη στο κοινό, επίσης στο ντεμπούτο της, παλεύει με την Μπίλι Χόλιντεϊ μέχρι τελικής πτώσης, σαν να μην υπάρχει αύριο. Είναι τρομερά τα περάσματά της από το γρέζι μιας αγωνίστριας στον ρόγχο της μοιρολατρίας και στο άχθος μιας κακοποιημένης κοπέλας που μεγάλωσε με ένα δυσβάσταχτο βάρος και το βάφτισε σε μια πρωτοποριακή εκφορά της μουσικής της, που ακόμη δεν έχει ξεπεραστεί. Βελούδινη και επώδυνη, η Μπίλι Χόλιντεϊ που προτείνει είναι το αγνότερο δώρο του Λι Ντάνιελς σε ένα μέσο που χρησιμοποιεί ως αφτιασίδωτο καθρέφτη της μαύρης εμπειρίας.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0