Αν υπάρχει ένα πρόβλημα στην ύστερη φιλμογραφία του Ντάριο Αρζέντο, είναι ότι ο maestro μοιάζει να μην προσπαθεί και πολύ πια. Απουσιάζουν αρετές όπως η επιμέλεια στο κάδρο, η έμπνευση στο στήσιμο του set-piece, η γενικότερη καλλιγραφία, δίνοντας τη θέση τους σε μια lo-fi αισθητική, το μοναδικό redeeming quality της οποίας εντοπίζεται στο σφαξίδι καθαυτό, αλλά όχι και στο (συχνά ανύπαρκτο) build-up του. Δεν γνωρίζουμε πού οφείλεται αυτό το φαινόμενο, ίσως στην ευκολία των ψηφιακών μέσων καταγραφής, ίσως και στο γεγονός ότι ο ίδιος αισθάνεται ότι δεν έχει να αποδείξει τίποτα.

 

Τα Μαύρα Γυαλιά είναι μεν η καλύτερη ταινία του Αρζέντο από την εποχή του Non Ho Sonno (2001), αλλά, αν περιμένετε επιστροφή στη φόρμα, θα απογοητευτείτε. Ίσως εντοπίσετε εκλάμψεις του παρελθόντος σε έναν διάδρομο που φωτίζεται από τις σειρήνες των περιπολικών ή στην αρχική σκηνή της έκλειψης. Κατά τα λοιπά, το φιλμ διασώζεται μόνο από μια στοιχειώδη επάρκεια της κατασκευής, από τις λίγο (πολύ λίγο, όμως) καλύτερες ερμηνείες από το σύνηθες και από ένα ηλεκτρονικό σάουντρακ που παραπέμπει στον ήχο των Goblin, αλλά τον παντρεύει με το beat της σύγχρονης ηλεκτρονικής dance σκηνής, εκεί που οι Goblin φλέρταραν με το στοιχείο της disco.

 

Για τους λάτρεις του auteur-ισμού, εδώ ο Αρζέντο θα εντάξει στο σινεμά του το μοτίβο της καλοσύνης, με την τυφλή σεξεργάτρια να παίρνει υπό την προστασία της το νεαρό αγόρι που έμεινε ορφανό από ατύχημα στο οποίο ενεπλάκη, αλλά και το αντίστροφο. Ακόμα και ο σκύλος αυτήν τη φορά βοηθά τον τυφλό χαρακτήρα, σε μια εμφανή αντιστροφή της κλασικής σκηνής από το Suspiria.