Όταν μια ταινία ξεκινά με σκηνή αυτοκτονίας, είναι δεδομένο ότι δεν θα αποτελέσει τη feelgood πρόταση του καλοκαιριού.

 

Η μόλις δεύτερη σκηνοθεσία του Τζιορντάνο Γκεντερλίνι σε διάστημα είκοσι ετών έχει κάτι από εκείνη την αίσθηση αποξένωσης που συναντάς στο σινεμά του Μάικλ Μαν και δανείζεται και λίγο από το στυλιζάρισμα του τελευταίου για να αφηγηθεί την ιστορία ενός πατέρα που εργάζεται ως οδηγός μετρό, βλέπει ένα βράδυ τον αποξενωμένο γιο του να προσγειώνεται στις ράγες και αναζητά εκείνους που τον οδήγησαν σ’ αυτό το σημείο, για να τους εκδικηθεί με κάθε κόστος – θα έλεγε κανείς ότι η αρχική σκηνή βγάζει περισσότερο νόημα υπό αυτό το πρίσμα.

 

Ο Γκεντερλίνι φαίνεται να θέλει να αναποδογυρίσει τη συνταγή στην οποία πάτησε (και συνεχίζει να πατά) η ύστερη φιλμογραφία του Λίαμ Νίσον και να την επανασυστήσει ως αστική τραγωδία. Μόνο που βάζει τρικλοποδιά στον εαυτό του, επιλέγοντας σεναριακά και αφηγηματικά τον δρόμο του μυστηρίου και της μυστικοπάθειας – η τραγωδία χρειάζεται γνώση του κοινού και άγνοια των ηρώων και όχι το ανάποδο.

 

Μένει, έτσι, ένα φιλμ στυλιζαρισμένο και κατά διαστήματα υποβλητικό χάρη (και) στο ηλεκτρονικό score του Λοράν Γκαρνιέ που συχνά μεγεθύνει όσα συμβαίνουν στο πανί ‒ το φιλμ, όμως, περισσότερο το παρακολουθείς για να δεις τι θα γίνει μετά, «πού το πάει ο ποιητής» όπως λέμε στην καθομιλουμένη, παρά επειδή σε καθηλώνει το παρόν του. Tιμή και δόξα στον σκηνοθέτη, πάντως, επειδή στο τέλος δίνει φωνή σε αυτό που σκεφτόμασταν οι πιο φανατικοί ποδοσφαιρόφιλοι κάθε φορά που ακούγαμε το όνομα του ήρωα.