Ο τίτλος της νέας ταινίας της Ανιέσκα Χόλαντ (Europa Europa, The Secret Garden) αναφέρεται σε ένα σημείο των συνόρων Πολωνίας και Λευκορωσίας, όπου επί μακρό χρονικό διάστημα πρόσφυγες γίνονται μπαλάκι του τένις μεταξύ των συνοριοφυλάκων του Λευκορώσου Λουκασένκο και εκείνων της απελθούσας εθνικιστικής πολωνικής κυβέρνησης του συνδυασμού με τη βλοσυρή επωνυμία «Νόμος και Δικαιοσύνη». Σημειώνεται ότι με τις ευλογίες του Λουκασένκο αντίστοιχες εστίες εισροής και εκροής προσφύγων έχουμε και σε Λιθουανία και Λετονία. Το 2021 η πολωνική κυβέρνηση αποφάσισε τον στρατιωτικό αποκλεισμό της επίμαχης περιοχής, απαγορεύοντας την πρόσβαση σε δημοσιογράφους, γιατρούς και ιδιώτες. Σε εκείνη την χρονική περίοδο τοποθετείται η δράση της ταινίας.

 

Καθώς ο φακός πλησιάζει τη δασική έκταση, το φίλτρο γίνεται ασπρόμαυρο, σαν να επιχειρείται μια επιστροφή σε ένα πιο μακρινό παρελθόν – το παρελθόν της κινούμενης εικόνας είναι ασπρόμαυρο, άλλωστε. Αισθάνεσαι ότι πρόκειται να παρακολουθήσεις εικόνες του Ολοκαυτώματος, το οποίο έχει απασχολήσει τη Χόλαντ σε ένα μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας της, και ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Ταυτόχρονα, το ασπρόμαυρο format αποτελεί ακουσίως και μια ένδειξη για τη στάση της δημιουργού ως προς το θέμα της. Αν και αφιερώνεται χρόνος σε πρόσφυγες, συνοριοφύλακες, ακτιβιστές και ένα μέλος του «άμαχου» πληθυσμού, διαλεκτική δεν υπάρχει. Η προσέγγιση είναι στερεοτυπική, οι πρόσφυγες, όταν δεν βασανίζονται και δεν προσεύχονται στον Αλλάχ, ανοίγουν το στόμα για να απαγγείλουν συνθήματα απευθυνόμενα στους Ευρωπαίους, οι συνοριοφύλακες ελάχιστα διαφέρουν από τους ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι ακτιβιστές είναι οι καλύτεροι άνθρωποι στη Γη.

 

Όμως η Χόλαντ ξέρει σινεμά κι έτσι η πρώτη ώρα μοιάζει με κατάδυση στην κόλαση, σε τοποθετεί στο πλευρό θυμάτων μιας γεωπολιτικής κρίσης, για την οποία δεν ευθύνονται, επιτυγχάνοντας μια μορφή φιλμικής προσομοίωσης. Όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τις ειδικές συνθήκες δημιουργίας μιας ταινίας. Το Green Border κατασκευάστηκε υπό ένα πολιτικό καθεστώς ασφυκτικό και ανελεύθερο, ικανό να προκαλέσει οργή ακόμα και σε πιο μετριοπαθείς πολιτικές φωνές σαν εκείνη της Χόλαντ – διαβάσαμε για τη λυσσαλέα επίθεση που εξαπέλυσαν τα μέλη του «Νόμος και Δικαιοσύνη» εναντίον της δημιουργού. Επίσης, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τη σχεδόν πάγια και πάντα ευπρόσδεκτη ανάγκη της δημιουργού να βρει την ελπίδα σε ένα μέρος χωρίς αγάπη, για να παραφράσουμε τη Rihanna. Έστω κι αν αυτή η ανάγκη μορφοποιείται σχηματικά –οριακά ανεκδιήγητη η σκηνή στο «πλουσιόσπιτο»–, έστω και αν υπογράφεται με μια κατακλείδα που, ενώ θέλει να φανεί αισιόδοξη, σε αντιπαραβολή με όσα προηγήθηκαν, μοιάζει να καταδεικνύει τη διάκριση στη μεταχείριση των προσφύγων ανάλογα με την προέλευσή τους.