Κείμενο: Βασίλης Ραφαηλίδης

Η πίστη μου είναι δυνατή σαν το γρανίτη. Είναι στίχοι του Αρμένη ποιητή Αρούθιν Σαγιαντίν (1712-1795), γνωστού με το παρα­τσούκλι Σάγιατ Νόβα, που σημαίνει «ο βασι­λιάς του τραγουδιού». Όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, ο Σαγιαντίν ήταν ένας βασιλιάς χω­ρίς βασίλειο, κι όπως όλοι οι Αρμένιοι, ένας άνθρωπος ξεχασμένος πάνω στο Αραράτ απ' την εποχή του Νώε.

 

Ο μύθος διάλεξε την Αρμενία για να στε­γάσει στα οροπέδιά της αυτούς που σώθη­καν απ' το βιβλικό κατακλυσμό. Και η Ιστο­ρία, που συχνά συμμαχεί με το μύθο, δεν εν­νοεί να αφήσει το μύθο του κατακλυσμού στη μυθική του ησυχία: τον κάνει «ιστορική πράξη» κάθε τόσο, με ιδιαίτερη προτίμηση τη γύρω από το Αραράτ περιοχή της χώρας των Αρμενίων, ενός πανάρχαιου ινδοευρω- παϊκού λαού, που η Ιστορία τον γνωρίζει τουλάχιστον απ' τον 6ο π.Χ. αιώνα. Η Αρμε­νία ήταν και παραμένει η χώρα των βιβλι­κών καταστροφών, που δεν κατάφερε να φτιάξει τη δική της κιβωτό!

Το Σάγιατ Νόβα, λοιπόν, είναι η ποιητική βιογραφία ενός ποιητή φτιαγμένη από έναν άλλον ποιητή. Ωστόσο, σημασία εδώ δεν έ­χουν οι δύο ποιητές ως προσωπικότητες. Αυτοί, απλώς είναι οι δύο υπερφορτισμένοι με ποιητικό ρεύμα πολύ υψηλής τάσεως πό­λοι, ανάμεσα στους οποίους θα τιναχτεί ένα μαγικό τόξο: η ταινία.

Μονοφυσίτες απ' τη... φύση τους, οι Αρμέ­νιοι δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν πώς γίνεται και τα «φυσικά» πράγματα κόβονται στα δύο: στα δύο έκοψαν κάποτε οι πατέρες της εκκλησίας τη «φύση» του Θεού, αλλά οι Αρμένιοι δε δέχθηκαν ποτέ αυτόν τον τεμα­χισμό: ο Θεός δεν μπορεί να είναι ταυτόχρο­να και άνθρωπος και Θεός. Πρέπει να ξέρου­με να διαλέγουμε. Και η μονοφυσιτική αρμε­νική χριστιανική εκκλησία διάλεξε τη θεϊκή φύση του θεού, ίσως γιατί από το ύψος τού Αραράτ έβλεπε καλύτερα τι γίνεται από πά­νω προς την πλευρά του ουρανού.

 

Στα δύο, επίσης, έκοψαν κάποτε και τη χώρα της Αρμενίας. Άλλο σκάνδαλο, διόλου μεταφυσικό αυτό. Στα δύο ακόμα έκοψαν οι Τούρκοι το κορμί του Αρμένη: απ' τη μια το ενοχλητικό «ξερό» κεφάλι του που, λόγω μο­νοφυσιτικής περί ανατομίας αντίληψης, ή­θελε να το κρατήσει καλά στερεωμένο στους ώμους του, κι απ' την άλλη το «υπόλοιπο του σώματος», που ως υπόλοιπον, όπως όλα τα υπόλοιπα, χάνει το μονοφυσιτικό του νόημα.

 

Τώρα, ο «Αρμενικός Απελευθερωτι­κός Στρατός», κι αυτός μονοφυσιτικός, δη­λαδή ενοποιητικός, προσπαθεί να δημιουρ­γήσει μια καινούργια κιβωτό του Νώε, που κάποτε ελπίζει να την κάνει να καθίσει πά­νω στο Αραράτ. Προς το παρόν, ωστόσο, την περιφέρει από λιμάνι σε λιμάνι κι από δολο­φονία σε δολοφονία, προσπαθώντας να φτιά­ξει με τα κομμένα κεφάλια των «διφυσιτών» μια καινούργια μονοφυσιτική κιβωτό. Πώς να το κάνουμε, ο μονοφυσιτισμός, κι όχι μό­νο στη θεολογία, είναι η ίδια η λογική και την απαίτηση για τον «ενοποιούντα Λόγο» οι Αρμένιοι την κληρονόμησαν απ' τους Έλληνες, εννοείται τους αρχαίους, γιατί για τους νέους ο «ενοποιών Λόγος» έπαψε να λειτουργεί εδώ και αιώνες.

 

Ο κατά κόσμον Σερκίς Παρατζανιάν και κατά κινηματογράφον Σεργκέι Παρατζάνοφ, είναι Αρμένης την καταγωγή, που γεν­νήθηκε, σπούδασε, ζει και (τώρα) δουλεύει στη γειτονική Γεωργία. Απ' το 1969, που γύ­ρισε το Σάγιατ Νόβα (ελληνικός και ευρω­παϊκός τίτλος Το χρώμα τον ροδιού) μέχρι το 1973, δε δούλευε γιατί δεν μπορούσε, δηλα­δή δεν του το επέτρεπαν λόγω «υπερβάλλοντος αισθητισμού». Η πρώτη του ταινία, Τα άλογα της φωτιάς (1965, ελληνικός και ευρω­παϊκός τίτλος Στη σκιά των λησμονημένων προγόνων), πέρασε σχετικά άνετα τις συμπληγάδες της λογοκρισίας. Γιατί, σ' αυτό το φιλμ αφενός το φολκλόρ ήταν ουκρανικό και αφετέρου υπήρχε μια δράση, ένα σενά­ριο, ένα μοντάζ — δηλαδή μια αφήγηση που είναι το καταρχήν ζητούμενο για έναν κινη­ματογράφο «λαϊκό». Αντίθετα, το Σάγιατ Νόβα είναι ένα «προκλητικά» αντιαφηγηματικό φιλμ, που όμως τα αφηγηματικά του στοιχεία συνιστούν τελικά μια άλλου είδους «πολυαξονική» αφήγηση, χωρίς χαρακτήρες και χωρίς καταστάσεις που κυοφορούν χα­ρακτήρες. Πρόκειται εδώ για τον εσωτερικό, μουσικό, συναισθηματικό και ιδεολογικό ά­ξονα ενός ποιήματος. Και, βέβαια, δεν μπορεί να ζητάει κανείς από τους λογοκριτές απα­νταχού της Γης να καταλαβαίνουν από ποί­ηση. Αρκεί που καταλαβαίνουν από... σκοπι­μότητες τούτοι οι ρινόκεροι.

 

Και η σκοπιμότητα υπαγόρευσε να κλει­στεί ο Παρατζάνοφ στη φυλακή απ' το 1973 μέχρι το 1977, όχι σαν ομοφυλόφιλος, όπως λέχτηκε και γράφτηκε κατά κόρον εδώ στην «ανεκτική» δύση, που κόπτεται για την ε­λευθερία των ομοφυλόφιλων, κυρίως εκεί­νων που ζουν υπό σοσιαλιστικό καθεστώς, αλλά σαν κλέφτης. Πράγματι, ο Παρατζάνοφ έκλεψε μερικά κομμάτια απ' τους θη­σαυρούς της αρμενικής λαϊκής τέχνης, που κατακλύζουν από παντού τούτη την ταινία.

 

Κι εγώ στη θέση του θα τις έκλεβα. Πώς ν' αποφύγεις τον πειρασμό να μην ξαναστείλεις στα μουσεία, τούτα τα νεκροταφεία τού πνεύματος και της τέχνης, τουλάχιστον με­ρικά κομμάτια που όταν μπουν σε βιτρίνα, όταν ψεκαστούν με σκοροκτόνο, όταν πά­ρουν κωδικό αριθμό, όταν τεθούν στην «κοι­νή θέα» των ψαρίσιων ματιών των αργόσχο­λων, όταν η μαμά που ξεναγεί στο μουσείο λαϊκής τέχνης την κομψευόμενη κόρη της, της λέει: «Κοίτα τι ωραίο φόρεμα», όταν εν ολίγοις η απ' τη φύση της λειτουργική λαϊ­κή τέχνη μουμιοποιηθεί, πώς ν' αποφύγεις τον πειρασμό να «θέσεις σε κυκλοφορία» τη δουλειά του λαϊκού τεχνίτη, που, ο καημέ­νος, αν ήξερε πως θα βαλσαμώσουν την ψυ­χή του οι «φιλότεχνοι», θα φρόντιζε να κά­ψει όλα τα έργα του.

 

Τούτο το φιλμ, που προηγείται της κλο­πής, εξηγεί μια κλοπή: είναι τέτοια η αγάπη του Παρατζάνοφ για τη λαϊκή αρμενική τέ­χνη που θα δικαιολογούσε όχι μόνο την κλοπή αλλά και η κλοπή μετά φόνου που λέει ο λόγος. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως ο Παρατζάνοφ είναι Αρμένης. Κι εδώ τούτος ο πα­θιασμένος Αρμένης παριστάνει τον Νώε που συμμαζεύει στην κιβωτό-ταινία του τα κα­λύτερα δείγματα μιας μεγάλης λαϊκής τέ­χνης, αυτά που πρέπει να σωθούν οπωσδή­ποτε από τον κατακλυσμό της βαρβαρότη­τας του βέβηλου βλέμματος των «επισκε­πτών» του μουσείου, που το επισκέπτονται όπως περίπου και το διπλανό δημόσιο ουρη­τήριο: για την «ανάγκη» τους για ενημέρω­ση.

 

Ίσως, ακόμα, ο Αρμένης Παρατζάνοφ, σο­βινιστής από αμυντική ανάγκη, όπως λίγο- πολύ όλοι οι Αρμένιοι, να βρήκε αυτόν τον προκλητικό τρόπο να πάρει μέρος στις δρα­στηριότητες του «Αρμενικού Απελευθερω­τικού Στρατού».

 

Ο μονοφυσίτης Παρατζάνοφ φαίνεται πως τα κάνει και τα δυο. Πρέπει να του συγχωρήσουμε αυτή τη ματαιοδοξία, στην υπηρεσία της οποίας έχει βάλει όλα τα μέλη και όλες τις όψεις του σώ­ματός του, πάλι σαν καλός μονοφυσίτης. Ο Παρατζάνοφ είναι στ' αλήθεια καλλιτέχνης, και οι αληθινοί καλλιτέχνες είναι απ' τη φύ­ση τους μονοφυσίτες, δηλαδή ολοποιητικοί και ολοποιούντες τον κερματισμένο κόσμο μας. Άλλωστε, τον συγχώρεσαν και οι Σοβιε­τικοί που τον είχαν κλείσει φυλακή.

 

Σήμερα, ο «Παρατζάνοφ ο Ιδιόρρυθμος» δουλεύει και πάλι με τον ιδιόρρυθμο τρόπο του στην ιδιόρρυθμη χώρα του, που την α­γαπάει τόσο, ώστε να μη στέλνει από κει ού­τε καν μια φωτογραφία του στο «εξωτερι­κό». Η φάτσα του παραμένει τόσο άγνωστη σ' εμάς όσο και τα κίνητρα αυτής της παρά­δοξης και προκλητικής συμπεριφοράς του.

 

Το Σάγιατ Νόβα, λοιπόν, είναι η ποιητική βιογραφία ενός ποιητή φτιαγμένη από έναν άλλον ποιητή. Ωστόσο, σημασία εδώ δεν έ­χουν οι δύο ποιητές ως προσωπικότητες. Αυτοί, απλώς είναι οι δύο υπερφορτισμένοι με ποιητικό ρεύμα πολύ υψηλής τάσεως πό­λοι, ανάμεσα στους οποίους θα τιναχτεί ένα μαγικό τόξο: η ταινία. Ο ένας ποιητής μετα­βιβάζει στον άλλον, μέσα απ' τους αιώνες, τα πριν από το λόγο ερεθίσματά του κι αυτός τα συλλαμβάνει με τις κεραίες του και τα κάνει χρώματα και εικόνες. Έτσι, η γραπτή ποίη­ση του Σάγιατ Νόβα γίνεται οπτική ποίηση από τον Σεργκέι Παρατζάνοφ όχι αναλογι­κά, γιατί τέτοια αναλογία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ανάμεσα σε δύο ριζικά διαφορετι­κούς κώδικες, αλλά προλογικά: ο Παρατζά­νοφ «πιάνει» την ποίηση του Νόβα πριν αυ­τή κρυσταλλωθεί σε λόγο. Στην πραγματι­κότητα, αυτό που «πιάνει» είναι η ποιητική διάθεση ενός ποιητή, πριν αυτή η διάθεση γίνει ποίηση. Το φιλμ, δηλαδή, δεν είναι μια εικονοποίηση ποιημάτων, πράγμα που έχει γίνει πολλές φορές. Είναι μια μαγική επί­κληση στο «πνεύμα του ποιητή», μια μαγική τελετή «σύλληψης» αυτού του πνεύματος με το φακό και μια αιχμαλωσία του πάνω στη σελιλόιντ.

 

Εγχείρημα πέρα για πέρα τρελό, που θα κατέληγε σίγουρα σε εντυπωσιακό φιάσκο, αν ο Παρατζάνοφ αφηνόταν σε μια εκλογί­κευση, σ' ένα στοχασμό πάνω στην ποίηση ενός ποιητή ή πάνω στη ζωή του που κυοφό­ρησε αυτή τη συγκεκριμένη ποίηση, που, σημειωτέον, δεν τη γνωρίζουμε. Αυτοεγκαταλείπεται, λοιπόν, στα συναισθήματα που του δημιούργησε η βαθιά ερωτική του σχέ­ση με την ποίηση του Νόβα και τα μεταπλάθει σε εικόνα, χωρίς καμιά φιλολογική δέ­σμευση. Έτσι, εμείς, οι θεατές που δε γνωρί­ζουμε ούτε τόν ποιητή ούτε την αρμένικη γλώσσα, γνωρίζουμε τελικά την ποίησή του, αυτή που πριν προλάβει να γίνει λόγος γίνε­ται εικόνα.

 

Η ποίηση, λοιπόν, είναι μία και δεν έχει καμιά σημασία αν εκφράζεται με τον έναν ή με τον άλλο κώδικα: η ποίηση παραμένει ποίηση, είτε γραπτή είτε μουσική είτε εικα­στική είτε κινηματογραφική είναι. Η ποίη­ση είναι μια συναισθηματική, ψυχική και νοητική κατάσταση, δεν είναι «πράγμα» α­ναγνωρίσιμο από την ειδική υλική του υπό­σταση. Είτε είσαι ποιητής στα πάντα είτε δεν είσαι πουθενά. Αν διάλεξες για την ποιητική σου έκφραση τον Α κι όχι τον Β κώδικα, ας πούμε το γραπτό λόγο κι όχι την κινούμενη εικόνα, αυτό είναι πρόβλημα ιδιοσυγκρα­σίας και ταμπεραμέντου, καθώς και μιας ει­δικής έφεσης για τον έναν κι όχι για τον άλ­λο κώδικα, έφεσης που τη λέμε «ειδικό ταλέ­ντο». Όταν πράγματι είσαι ποιητής, θα βρεις τη γλώσσα σου, που μπορεί, τελικά, να είναι η ίδια σου η συμπεριφορά, που δεν κα­ταλήγει σε καμία από τις γνωστές μορφές τέχνης.

 

Ο Νίτσε αυτή την κατάσταση την ονομά­ζει «ζην ποιητικώς» και την προτείνει σαν το ιδανικό για τον ιδανικό κόσμο του μέλλο­ντος, όπου ηθική θα έχει αντικατασταθεί ολι­κά από την αισθητική κι όπου οι άνθρωποι θα είναι καλοί όχι απ' τον τρόμο της κόλα­σης, αλλά για να μην ασχημαίνουν με την κακότητά τους έναν κόσμο που είναι φυσικά όμορφος και κοινωνικά δύσμορφος. Η ποίη­ση είναι μια μορφή διαμαρτυρίας ενάντια στις κοινωνικές δυσπλασίες, για τις οποίες οι μόνοι που δεν ευθύνονται είναι οι ποιητές.

 

Τούτη η επικοινωνία του ποιητή Παρα­τζάνοφ με τον ποιητή Νόβα (να μη γίνει κα­μιά σύγχυση με το δικό μας Νόβα, που ο Κώστας Σταματίου τον βάφτισε «γαργάλατα» και το παρατσούκλι του 'μείνε), γίνεται με τη διαμεσολάβηση της λαϊκής τέχνης: εί­ναι η «απρόσωπη» διαχρονική τέχνη, αυτή που δε φτιάχνεται με κανενός είδους αισθη­τική υστεροβουλία, και προπαντός όχι για να μπει στα μουσεία, που είναι το κύριο μέλημα των «έντεχνων» ζωγράφων. Είναι η τέχνη που «βγαίνει» απλά και φυσιολογικά, όπως η αναπνοή, και μένει κι ύστερα από την τελευταία πνοή του λαϊκού δημιουρ­γού, όχι για να τον θυμούνται ή να τον θαυμάζουν ή να τον τιμούν οι «επιγενόμενοι», αλλά για να ενταχθεί στο «κοινωνικά κόρπους» και να αποτελέσει αδιάσπαστο μέρος του για το καλά και το συμφέρον της κοινω­νίας και όχι του υστερόβουλου «έντεχνου» δημιουργού.

 

Το «πνεύμα» του Νόβα βρίσκεται, λοιπόν, μέσα στη λαϊκή τέχνη. Όπως και το «πνεύ­μα» του Παρατζάνοφ. Ο ομφάλιος λώρος ανάμεσά τους είναι κεντημένος από τις κε­ντήστρες, τις υφάντρες και τους χαλκωμα­τάδες αιώνων. Τίποτα πιο απλό, λοιπόν, απ' το να μπορούν να επικοινωνούν δύο ποιητές τόσο απομακρυσμένοι στο χρόνο. Και δεν υ­πάρχει ίχνος μεταφυσικής σε τούτη την επι­κοινωνία.

 

Το φιλμ δεν έχει να αφηγηθεί καμιά ιστο­ρία, ούτε καν την προσωπική ιστορία τού Σάγιατ Νόβα. Διότι η Ιστορία και της Αρμε­νίας και του Νόβα έχει ήδη γραφεί πάνω στη λαϊκή τέχνη. Που αρκεί να την κινηματογραφήσει κάποιος ως ποιητής, για να δει κι ο θεατής πως το «χρώμα του ροδιού», που λε­ρώνει ένα άσπρο σεντόνι, δεν είναι παρά το αίμα ενός λαού, του λαού της Αρμενίας, που λερώνει την «άσπιλη» συνείδηση των σφα­γέων του. Εδώ η ποίηση προσπαθεί να ξανα­γράψει την Ιστορία με ποιητική δικαιοσύνη, που είναι η μόνη δυνατή δικαιοσύνη. Ο λαός της Αρμενίας ήταν και παραμένει ένας λαός ποιητών. «Μη νομίζεις ότι μπορείς εύκολα να με νικήσεις». Είναι η περήφανη θριαμβι­κή κραυγή του ποιητή που στομώνει τα μα­χαίρια των σφαγέων του λαού του.

 

Η Αρμενία είναι ένας σωρός βράχων. Στον ψηλότερο, το Αραράτ, πήγε και κάθισε η μυ­θική Κιβωτός του Νώε. Μετά το βιβλικό κα­τακλυσμό, η ζωή φύτρωσε ξανά εκεί.

 

Κανένας μύθος δεν είναι εντελώς μυθικός, όπως μας διδάσκει ο Λεβί-Στρος. Κι αυτό ση­μαίνει πως η άγονη Αρμενία μπορεί να μην παράγει τίποτα, παράγει όμως πνεύμα αν­θρώπινο. Κι όπου υπάρχει πνεύμα (ανθρώ­πινο) υπάρχει και ζωή. Μετά τον καινούργιο κατακλυσμό που μας ετοιμάζουν, η και­νούργια κιβωτός του Παρατζάνοφ, και των ποιητών απανταχού της οικουμένης ίσως α­ράξει και πάλι στο Αραράτ. Εκεί η ποίηση εί­ναι ριζωμένη στα βράχια. Άλλωστε, εκεί κο­ντά, σ' έναν τέτοιο βράχο, ο Προμηθέας αντιστάθηκε στους θεούς.