Στα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης, ανάμεσα σε λουόμενους και λιαζόμενους, εραστές και ηδονοβλεψίες, δυο φίλοι, ο Δημοσθένης και ο Νικήτας, συζητούν για το σενάριο ενός queer κινηματογραφικού πρότζεκτ που έχει παραγγείλει ένας παραγωγός στον δεύτερο. Πάνω στη συζήτηση, πέφτει η ιδέα να κάνουν ταινία το καλοκαίρι που ο Δημοσθένης γνώρισε την Κάρμεν, ένα γλυκύτατο σκυλί που ανήκε στον πρώην του, μα έγινε δικό του.
Καθώς συζητούν για το σενάριο της ταινίας, εμείς την παρακολουθούμε κι εκείνοι τη σχολιάζουν – άρα το Καλοκαίρι της Κάρμεν είναι μια ταινία που έχει συνείδηση του εαυτού της. Το εύρημα της «ταινίας μέσα στην ταινία» δίνει σκελετό σε ένα σενάριο εμφανώς πιο χαλαρό και ελευθεριάζον από τη μεστή και καλοζυγισμένη δραματουργία του Απόστρατου, μα εκείνο του σχολιασμού πλησιάζει επικίνδυνα τα όρια της εξυπνάδας και της επεξηγηματικότητας καθώς περνά η ώρα. Ευτυχώς δεν τα παραβιάζει, χάρη στην καλή προαίρεση, τη συνειδητά αβαρή διάθεση και τη σεμνότητα – σκεφτείτε, ως αντιπαράδειγμα, πόσο μεγαλόστομα κομίζει και υπογραμμίζει τα φορμαλιστικά του παιχνίδια ο Ντολάν, ένας σκηνοθέτης που αγαπά ο Νικήτας.
Αυτά τα εκτεταμένα φλασμπάκ αποδεικνύουν για ακόμα μία φορά την ικανότητα του Ζαχαρία Μαυροειδή να συλλαμβάνει τη γλώσσα των ανθρώπων της εποχής του, την κατοχή ενός αλάνθαστου φίλτρου για οτιδήποτε φαντάζει «ψεύτικο» − προσοχή, όχι τεχνητό. Δεδομένης της φύσης του εγχειρήματος, ίσως να χρειαζόταν μια πρόζα ακόμα πιο παιχνιδιάρικη, πιο γουντιαλενική, αν θέλεις −φοβόμαστε πως τα καλύτερα ευφυολογήματα είναι όσα περιλαμβάνονται σε μια κάρτα με τα «μηνύματα της ταινίας»−, αλλά η χαριτωμενιά και η ευφορική διάθεση καλύπτουν επαρκώς τις ελλείψεις της.
Η πιο ενδιαφέρουσα ταινία κρύβεται στο παρόν της δράσης, σ’ αυτήν τη μέρα στη γυμνή ετεροτοπία της Βουλιαγμένης με τα μικροεπεισόδιά της, την περήφανα queer mentalité, τα ηλιοκαμένα σώματα, τη ραθυμία του θέρους και την παρέα δυο φίλων που δεν χρειάζεται να είναι και εραστές για να φερθούν τρυφερά ο ένας στον άλλο. Η αίσθηση της ευχάριστης παύσης, του ανακουφιστικού διαλείμματος, είναι διάχυτη. Και το σινεμά γεννιέται από τέτοια διαλείμματα, από το περιθώριο για παρατήρηση (και ενδοσκόπηση) που αφήνουν, από την παυσίπονη λειτουργία αλλά και τις διδαχές του ρυθμού τους. Μέσα στη σύμφυτη με την εποχή που εκτυλίσσεται ελαφρότητά του, το Καλοκαίρι της Κάρμεν μοιάζει με μεταβατική ταινία. Είναι κι αυτό ένα διάλειμμα, ικανό να φέρει πολύ ωραίο σινεμά στη συνέχεια.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0