Υπάρχουν βασικά δυο τρόποι να προσεγγίσεις τον Σαλβαντόρ Νταλί: ο λάθος, το Daliland που είδαμε πέρυσι, μια βιογραφία με επινοημένο αφηγητή, ευθεία και τζούφια, πολύ μακριά από την αδιανόητη προσωπικότητα του μεγάλου Ισπανού καλλιτέχνη, έχοντας μάλιστα ξοδέψει τον κόπο του Μπεν Κίνγκσλεϊ και μια καλή ευκαιρία για ορθόδοξο biopic. Και ο σωστός, ένας μαίανδρος παραλογισμού, απολαυστικός και ενδιαφέρων, απολύτως εναρμονισμένος με τη φιλοσοφία του κορυφαίου σουρεαλιστή, με μπόλικες εσφαλμένες εκκινήσεις, δυσδιάκριτες μεσαίες ζώνες και ατελείωτο τέλος, με την υπογραφή του ανήσυχου Καντέν Ντιπιέ.

 

Ο Γάλλος σκηνοθέτης τοποθετεί στην υποκίνηση της πλοκής μια αφελή, ακατάρτιστη κοπέλα που δεν κάνει εντύπωση, επίδοξη δημοσιογράφο που μέχρι πρότινος ασχολείτο με τα φαρμακεία, που θέλει να πάρει γραπτή συνέντευξη από τον αγιάτρευτα ματαιόδοξο Νταλί, ο οποίος με τίποτε δεν δίνει συνεντεύξεις αν δεν κινηματογραφείται, και μάλιστα από τη μεγαλύτερη κάμερα στον κόσμο! Στην πρώτη σκηνή (σε ένα από τα πολλά ευρήματα) ο Νταλί κάνει τόσην ώρα για να διασχίσει έναν διάδρομο ξενοδοχείου και να φτάσει στο δωμάτιο της προγραμματισμένης συνάντησης, που η Ζιντίτ και μια συνεργάτιδά της έχουν αρκετό χρόνο για να πάνε τουαλέτα, να παραγγείλουν ένα Perrier (γιατί ο ζωγράφος δεν καταδέχεται να πιεί το ανούσιο νερό της βρύσης), να κανονίσουν ένα σωρό θέματα και να προλάβουν να παρακολουθήσουν το φινάλε ενός αγώνα τένις στην τηλεόραση – ο χρόνος γίνεται λάστιχο στο Νταααααλί, και η ανάγνωσή του ξεπερνά τις τυπικές μεθοδολογίες, απαιτώντας προσαρμογή στην αρχοντική αναποφασιστικότητα του πρωταγωνιστή.

 

Ο τίτλος δεν είναι ανορθόγραφος, αλλά φανερώνει τον χαρακτηριστικό τρόπο που ο Νταλί προφέρει το επώνυμό του, επιμηκύνοντας τα φωνήεντα και ρολάροντας τα ρο με την ισπανογαλλική προφορά του. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, αρνείται να παραχωρήσει την αναθεματισμένη συνέντευξη, επιμένοντας να αποκαλεί φουρνάρισσα τη δημοσιογράφο. Έτοιμη να τα παρατήσει, εκείνη ξαναπροτείνει τηλεφωνώντας συνέχεια, με την προτροπή του πιεστικού παραγωγού της, παρότι και δεν θα μάθουμε ποτέ αν η Ζιντίτ είναι πράγματι τόσο άσχετη με το αντικείμενο όσο θέλει να δείχνει, ή αν το αφεντικό που τη χρηματοδοτεί της φέρεται εξευτελιστικά και σεξιστικά επειδή κάτι άλλο έχει στο μυαλό του. Δεν έχει σημασία, γιατί αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής είναι ο μέγας πρέσβης του μηδενισμού, που με τη στάση του σκηνοθετεί το καλαμπούρι της ζωής σαν να είναι εξεζητημένη θεατρική παράσταση για ένα πρόσωπο (που μιλάει για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο, βεβαίως), αμετανόητα αυτοαναφορικό και αφοπλιστικά εκκεντρικό.

 

Με κοινά διακριτικά το τσιγκελωτό μουστάκι, το μπαστούνι και τη γούνινη κάπα, ο Ντιπιέ χρησιμοποιεί πέντε διαφορετικούς ηθοποιούς για να ενσαρκώσουν τον Νταλί, παίζοντας με το concept της περσόνας πέρα από τον καλλιτέχνη, που από ένα σημείο κι έπειτα μιμείται τον εαυτό του, εγκλωβισμένος για πάντα σε μια χρονική κάψουλα. Το συνεχές ταξίδι στις παραλλαγές του ίδιου προσώπου και των σκηνών που επαναλαμβάνονται θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μέρος του ονείρου που ένας ιερέας διηγείται στον Νταλί αποσπώντας το ενδιαφέρον του, και ο Ντιπιέ έρχεται στο θέμα του πολύ διαβασμένος, αναπαριστώντας, εκτός από το ύφος και τη μανιέρα του ανθρώπου, πολλά από τα έργα που ο Νταλί έστηνε σε φυσικούς χώρους, με props και μοντέλα, για να ζωγραφίσει στη συνέχεια, συμπληρώνοντας εκείνα που συλλάμβανε με τη φαντασία του. Ένα pastiche Μόντι Πάιθον, Μπουνιουέλ και Ντιπιέ, με gags, αναφορές και τον τέταρτο τοίχο μονίμως κατεδαφισμένο, όπως συνηθίζει ο Γάλλος σκηνοθέτης, το Νταααααλί, που έκανε πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο 80ό Φεστιβάλ Βενετίας, ρίχνει αντισυμβατική, ψευδαισθητική ματιά στην παγίδα της υστεροφημίας και μαζί της αγωνίας του θανάτου, ευτυχώς χωρίς να παίρνει τίποτε στα σοβαρά.