Καμιά πατρίδα για τους γηγενείς, η Αυστραλία της δεκαετίας του '20 είναι το πανέμορφο, εφιαλτικό σκηνικό της ταινίας που τιμήθηκε με το ειδικό βραβείο της κριτικής επιτροπής στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας, σε σκηνοθεσία του Γουόρικ Θόρντον (ο οποίος χειρίζεται και την κάμερα), του πρώτου Αβορίγινα που κέρδισε σημαντικές διακρίσεις σε μεγάλα φεστιβάλ ‒ είχε προηγηθεί η Χρυσή Κάμερα στις Κάννες για το Samson and Delilah.

 

Στην ειρωνικά βαφτισμένη Γλυκιά Πατρίδα, διότι έτσι την αποκαλεί ο διώκτης ενός Αβορίγινα που σκότωσε έναν μέθυσο, υβριστή γαιοκτήμονα, και της συζύγου του, το απέραντο τοπίο καταπίνει τους ντόπιους που προσπαθούν να γλιτώσουν από ένα εκδικητικό απόσπασμα λευκών αποικιοκρατών, των settlers της πρώτης γενιάς.

 

Ο ρατσισμός και η αδικία είναι τα θέματα που τονίζονται σε αυτό το γουέστερν τοξικής αδρεναλίνης, macho σαν τις αμαρτίες που βαραίνουν τη βιασμένη αρχαία γη, αλλά αυτό που κάνει τον Θόρντον να ξεχωρίζει από τους πολλούς κινηματογραφιστές που απλώς χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο είδος ως υπεκφυγή ή ως όχημα επίδειξης ικανοτήτων είναι το παιχνίδι του χρόνου: με flashbacks που ανατρέπουν εύσχημα και εύστροφα τη γραμμικότητα, καταφέρνει να ενώσει την καταδίωξη με τη μνήμη, την ίδια στιγμή που η πλοκή εξελίσσεται και το αθώο ζευγάρι των πρωταγωνιστών συνεχίζει να αποφεύγει τις ενέδρες και τις κακοτοπιές.