Κατά τη δεκαετία των ’90s υπήρξε διόγκωση του ενδιαφέροντος του δυτικού κόσμου για τον Δαλάι Λάμα, τροφοδοτούμενη σε μεγάλο βαθμό από το σινεμά. Στο Kundun ο Σκορσέζε επιχείρησε να αφηγηθεί την ιστορία του θρησκευτικού ηγέτη μέσα από το βλέμμα του ίδιου, στο Words of happiness έρχεται ο Δαλάι Λάμα αυτοπροσώπως, όχι για να πει την ιστορία του αλλά για να κομίσει τα πορίσματά του και τα διδάγματα που προέκυψαν μέσω αυτής· ούτε για τη μεταθανάτια ζωή και τις μετενσαρκώσεις θέλει να μιλήσει, αν και αρμόδιος.
Στόχος του είναι να τοποθετηθεί για το τώρα, το θεωρεί χρέος του, όπως αναφέρει, και υπάρχει μια πειθώ στα λεγόμενά του αλλά και μια καλοψυχία στις παρατηρήσεις και τις προτάσεις του, αρκετή για να παραμεριστούν (αναπόφευκτες) κατηγορίες περί κατήχησης. Η δε συγγνώμη του για τα σπασμένα αγγλικά του στην εισαγωγή του παραπέμπει σε μια ταπεινότητα αντίστοιχη του Λέοναρντ Κοέν, ο οποίος ζητούσε συγχώρεση από τον αναγνώστη αν σπατάλησε τον χρόνο του στο «Book of Longing» – διόλου τυχαίος ο παραλληλισμός, για κάποιους από εμάς εκεί έξω ο Κοέν πληρούσε (και εξακολουθεί να πληροί) τα κριτήρια της θρησκευτικότητας.
Οι ντοκιμαντερίστες, γοητευμένοι από την αφήγηση του θρησκευτικού ηγέτη, δεν επέδειξαν γενναιότητα στο μοντάζ –υπάρχει αρκετή επανάληψη στα λεγόμενά του–, ενώ το υλικό που χρησιμοποιούν μοιάζει να την ακολουθεί ευλαβικά, αντί να συνδιαλέγεται μαζί της δημιουργικά. Ωστόσο, ο Δαλάι Λάμα είναι μία από τις λιγοστές ηγετικές φιγούρες που μπορούν ακόμα να εμπνεύσουν σεβασμό και το κινηματογραφικό του κήρυγμα ίσως αποδειχτεί ευπρόσδεκτο για όποιον το αντιμετωπίσει με λιγότερο σκεπτικισμό και βάλσαμο για εκείνον που θα το χρειαστεί.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0