Σε ένα ειδυλλιακό προάστιο, τη δεκαετία του '60, μια γυναίκα παρακολουθεί κρυφά τη γειτόνισσά της. Μόλις η τελευταία φεύγει από το σπίτι, η πρώτη προσπαθεί να μπει σε αυτό, με ύφος που προμηνύει μια καταστροφή. Τελικά, της ετοίμαζε το πάρτι γενεθλίων της, καθώς φαίνεται πως, πέρα από γειτόνισσα, είναι και η κολλητή της φίλη. Μέχρι που όντως συμβαίνει μια καταστροφή.

 

Από το ξεκίνημά του το «Μητρικό Ένστικτο» παίζει με την έννοια του σασπένς και στο πρωτογενές περιεχόμενό του αλλά κυρίως σε επιπρόσθετα επίπεδα ανάγνωσης. Από τα δύο σπίτια που μοιάζουν με ένα, με τον φράχτη να λειτουργεί ως το κέντρο που δίνει τη συμμετρία και την όμοια σύσταση των οικογενειών ‒πατέρας εργάτης, μητέρα νοικοκυρά, ένας γιος ως ελπίδα για το μέλλον‒ μέχρι τις συνεχείς εναλλαγές στη στάση των δύο γυναικών που παραπέμπουν σε μια συνολική ενοχή, η ταινία, παρά την προφανή και σε στιγμές εκβιαστική προσπάθειά της να τιμήσει τη μνήμη του Χίτσκοκ και του Σαμπρόλ, παραπέμπει περισσότερο σε πικρή και υπόγεια κριτική του Ντάγκλας Σερκ. Με τρόπο αντίστοιχο με αυτόν που ο τελευταίος χρησιμοποιούσε το μελόδραμα, ο Μασέ-Ντεπάς χειρίζεται αυτό το ιδιόρρυθμο homage στο κλασικό θρίλερ σαν μια βαρυφορτωμένη βιτρίνα με δανεικά προϊόντα που φλερτάρει με την υπερβολή, κατορθώνοντας να δραπετεύει συνήθως από αυτήν με επιτυχία, εκτός από το μάλλον πιο σοβαροφανές απ' όσο έπρεπε φινάλε.