Ό,τι αξίζει από την κινηματογράφηση του διημέρου είναι η συμπεριφορά των glimmer twins και των δυο δευτεραγωνιστών, του Ρόνι Γουντ και του Τσάρλι Γουότς, την ώρα που συναντιούνται με το κοινό τους, live, μετά από τόσα χρόνια έντονης παρουσίας. Ο Μικ Τζάγκερ και ο Κιθ Ρίτσαρντς έχουν περάσει διά πυρός και σιδήρου και ακόμη και ο πιο άσχετος τούς ξέρει ή νομίζει πως ξέρει ποιοι είναι, με βάση τη στάση τους απέναντι στη ζωή και τη μουσική. Ο Σκορσέζε ανέλαβε τη σκηνοθεσία δυο συναυλιών που έγιναν στο Beacon Theatre, το 2006. Η μία από αυτές ήταν αφιερωμένη στον Μπιλ Κλίντον και όλη η οικογένεια του πρώην Προέδρου παρέστη και φωτογραφήθηκε με τα μέλη του συγκροτήματος. Λίγο πριν ξεκινήσουν να βγουν στη σκηνή και κατά τη διάρκεια της συναυλίας, οι Stones συμφωνούν με το βλέμμα: «Τα έχουμε δει όλα σε αυτή τη ζωή, αλλά αφού μας πληρώνουν ακόμη να κάνουμε το κομμάτι μας, ας μην τους χαλάσουμε το χατίρι». Δουλειά είναι, και μάλιστα χρυσοπληρωμένη. Με το που σβήνουν τα φώτα, εμφανίζονται οι διαφορές. Ο ντράμερ κρατάει τη στωική του απόσταση από τους υπόλοιπους, σαν τζαζίστας εγκλωβισμένος σε ένα αιώνιο συμβόλαιο. Τα ντραμς του Τσάρλι είναι το σπιτάκι του και μαζί ο τοίχος προστασίας από τη φθορά και το τσίρκο. Ο Ρόνι είναι ο μικρός, ένας γελαστός και χοροπηδηχτός Τζορτζ Χάρισον για το μέντορα Κιθ, η ισορροπία ανάμεσα στον πίσω και τους μπρος. Μοιάζει με εισπράκτορα παραπόνων και τέλειο αγχολυτικό για την τετράδα. Ο Κιθ Ρίτσαρντς έχει επωμισθεί το ρόλο του αφασικού εδώ και άπειρα χρόνια, αλλά μόνο αφασικός δεν είναι - ολιγαρκής ναι, χαμένος ποτέ, μην ακούτε για καρύδες και μεταγγίσεις αίματος και μην τον μπερδεύετε με τον Μπράιαν Τζόουνς. Απλώς είναι η φυσική αντίθεση του showman Μικ και παράλληλα ένας μουσικός που δεν δείχνει να σκοτίζεται με τα λογιστικά και τη συνολική εντύπωση. Και γιατί να το κάνει άλλωστε, αφού ο δίδυμος αστραφτερός αδελφός του είναι η ψυχή και η τράπεζα μαζί, ο θεματοφύλακας της εικόνας του γκρουπ και ο άνθρωπος που θα κουβαλήσει στις πλάτες του, εφόσον το θέλει τόσο πολύ, τις λεπτομέρειες που οδηγούν σε αυτό που εμείς βλέπουμε και ακούμε από το 1962.

Υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή όπου οι πολλοί και εκπαιδευμένοι οπερατέρ, με επικεφαλής τον Ρίτσαρντσον, που εξαπέλυσε κατά μήκος και πλάτος της σκηνής ο Σκορσέζε, συνέλαβαν με αποκαλυπτικό τρόπο. Ο Ρίτσαρντς συνηθίζει να πετάει τις πένες του στο κοινό που τον αποθεώνει για το μικρό σουβενίρ. Ο Τζάγκερ, τη μοναδική φορά που πιάνει κιθάρα στα χέρια του, δεν τους κάνει την πολύτιμη χάρη: Εκσφενδονίζει το πενάκι πίσω από την πλάτη του προς τη ντραμς, αρνούμενος να επικοινωνήσει με τον κόσμο. Σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, οργώνει με το συνηθισμένο του χορό τους διαδρόμους, αλλά σπανίως κοιτάζει χαμηλά. Το βλέμμα του στυλώνεται ευθεία και ψηλά, σαν να βλέπει έναν πολλαπλό διορθωτικό καθρέφτη, και συνεχίζει μέχρι το προγραμματισμένο τέλος.

Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα τα λόγια του Ρίτσαρντς ως μπαμπά του Τζόνι Ντεπ στους Πειρατές της Καραϊβικής: «It's not just about living forever, Jackie. The trick is living with yourself forever». Ο Ρίτσαρντς είναι ικανοποιημένος με τα λίγα, ο Τζάγκερ τα θέλει όλα και η τριβή με τον κοσμάκη μάλλον τον φθείρει. Ο Σκορσέζε κάνει ακριβώς αυτό, να πιάσει τα πάντα και μετά να τα μοντάρει. Η σκηνοθεσία του δηλαδή είναι δευτερογενής και συμβαίνει μόνο μέσα στην αίθουσα του μοντάζ. Παραδέχεται την πλήρη αμηχανία του όταν, λίγο πριν από την έναρξη της συναυλίας, λαμβάνει την ειδοποίηση για τη σειρά των τραγουδιών, επισφράγιση της διαβόητης τακτικής του Τζάγκερ να μην αποκαλύπτει ούτε στη μάνα του ποια είναι τα κομμάτια που θα παίξουν κάθε βράδυ και ποια είναι η ιεραρχία τους. Τι να σου κάνει και ο δόλιος o σκηνοθέτης, που δεν έχει στη διάθεσή του και κάποιο αρχειακό υλικό της προκοπής για να συνθέσει κάτι διαφορετικό ή να φωτίσει πτυχές που δεν γνωρίζουμε ακόμη.

Στην πρώτη του ταινία μετά το Όσκαρ (στον Πληροφοριοδότη ακούγονταν τα«Gimme Shelter», «Let it Loose»), ο Σκορσέζε δεν ξέρει πώς να αρχίσει και να τελειώσει, αλλά δίνει και παίρνει ενέργεια από τα χιλιάδες πλάνα με το αγαπημένο του συγκρότημα, και ταυτόχρονα γεύεται τρισδιάστατη τεχνολογία (στο εξωτερικό η ταινία θα παιχθεί και στα IMAX, ενώ στην Ελλάδα θα βγει μάλλον αποκλειστικά στα θερινά) και ηχητική τελειότητα, φωτίζοντας εκτυφλωτικά τη σκηνή με πανίσχυρους προβολείς, θέτοντας σε κίνδυνο μουσικούς και τεχνικούς! Είναι και το μόνο ρίσκο στο Shine a Light- όνομα και πράμα.