Ο Ντασέν ισχυρίζεται πως ενώ δεν ήξερε το Λονδίνο, εμπιστεύτηκε τους ντόπιους συμβούλους του και τη γύρισε σε αυθεντικά σκηνικά της εποχής. Η ματιά του ξένισε και εξόργισε τους Άγγλους διανοούμενους, ίσως διότι η απειλητική αίσθηση δεν συνδεόταν με το ωραιοποιημένο μάτι των εκεί σκηνοθετών αλλά και με την ελπίδα που αναγκαστικά ακολουθούσε το βαρύ φορτίο του πολέμου. Ο Ντασέν είχε τα δικά του θέματα και κουβαλούσε τον Μακάρθι στις βαλίτσες του. Tο τοπίο του είναι σκοτεινό και στιγματίζεται από τον διάχυτο χαφιεδισμό. Ο ήρωας, ένα κομπιναδόρος με ταλέντο στη μαλαγανιά, ο Χάρι Φέιμπιαν, είναι ένας σκληρός και βίαιος γόης που έχει αποκαλυφθεί σαν ένα άλογο χαμένης από χέρι κούρσας. Η αγαπημένη του τον εμπιστεύεται οριακά, σαν σβησμένο έρωτα και περιορισμένη ευθύνη. Η Τζιν Τίρνι είναι η ρομαντική ψυχή απέναντι στον κυνισμό του οπορτουνιστή Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ, ενός άνδρα που μοιάζει με απολειφάδι της προηγούμενης δεκαετίας.

Η ταινία είναι ένα ευτυχέστατο σύμπλεγμα των δυο genres που συναποτελούν το εικαστικό οπλοστάσιο του Ντασέν: του εξπρεσιονισμού που τον επηρέασε σημαντικότατα και του νουάρ που υπηρέτησε και ουσιαστικά δημιούργησε με τους συναδέλφους του. Διαθέτει τα πάντα, ανελέητο κυνηγητό, σπείρες εγκληματιών, στοιχήματα, κλαμπ, σκιές, νύχτα, καπνό και εσωτερική καταχνιά, ένα καταδικασμένο αρσενικό με κρυφό σθένος, μια ωραία κι αθώα γυναίκα, καθώς και μια femme fatale με προσωπικά απωθημένα κι έναν σιχαμένο κακό, στα εξαιρετικά πρόσωπα των Άγγλων Γκούγκι Γουίδερς και Χιου Μάρλοου αντίστοιχα.

Επιπροσθέτως, ο Ντασέν κάνει την πρώτη του αναφορά στην ελληνική κουλτούρα, όταν χρησιμοποιεί σε ρόλο-κλειδί έναν παλιό πρωταθλητή της πάλης (βρήκε έναν Πολωνό βετεράνο, σε μια ιστορία που γλαφυρά αφηγείται στα extra της έκδοσης από την Criterion). Ο Γρηγόριος, διότι αυτό είναι το όνομά του στην ταινία, είναι Έλληνας και αντιπροσωπεύει την ηθική ραχοκοκαλιά της ταινίας, τις αξίες που χάνονται σε έναν κόσμο αγνώριστο και άραχνο και μια αξιοπρέπεια που φαντάζει σαν διδακτική αναλαμπή, φωτεινή και λυτρωτική παρένθεση στην κατάπτωση της οργανωμένης σπιουνιάς που δίνει τον ζοφερό, κυρίαρχο τόνο στοΗ Νύχτα και η Πόλη. Ο θάνατός του κινηματογραφείται σαν κοίμηση αγίου και η επιλογή του Ντασέν φανερώνει γνώση, ευαισθησία και μια προφητική νότα για την οικειοθελή του εγκατάσταση στη δεύτερή του πατρίδα.

Πέρα από όλα αυτά, η ταινία αποτελεί μια μοναδική σύνθεση που θαμπώνει και εντυπωσιάζει με την εναλλαγή εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, την ανάπτυξη των χαρακτήρων μέχρι το πικρό τέλος και την απονομή δικαιοσύνης σύμφωνα με τις πράξεις του καθενός.