Κάποιοι δημοσιογράφοι από ένα τοπικό κανάλι τηλεόρασης ακολουθούν για ένα ολόκληρο βράδυ μια ομάδα πυροσβεστών εν ώρα υπηρεσίας. Η κινηματογράφηση γίνεται ζωντανά και στόχος της είναι να δείξει τη ζωή των πυροσβεστών, τη δουλειά τους, τις ατέλειωτες ώρες αναμονής αλλά και τις επικίνδυνες καταστάσεις που βιώνουν. Στην πρώτη αποστολή της βραδιάς οι πυροσβέστες καλούνται να σώσουν μια ηλικιωμένη κυρία που για κάποιο άγνωστο λόγο έχει εγκλωβιστεί στο διαμέρισμά της. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης όμως κάτι δεν πηγαίνει καλά. Παγιδευμένοι μέσα στο κτίριο, δύο πυροσβέστες και το τηλεοπτικό συνεργείο βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν άγνωστο και θανατηφόρο αντίπαλο. Ένα σκοτεινό και απειλητικό στοιχείο απλώνεται εκτός ελέγχου μέσα στο κτίριο. Τώρα το μόνο που μετράει για τους πυροσβέστες και τους δημοσιογράφους είναι να κρυφτούν, να επιβιώσουν, να ξεπεράσουν το φόβο και να προσπαθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις να δραπετεύσουν... Αλλά και να συνεχίσουν να κινηματογραφούν, πάση θυσία, μέχρι την τελευταία στιγμή.

Αυτή είναι και η μόνιμη αντίρρησή μου σε όλες τις ταινίες που χρησιμοποιούν αυτό το τέχνασμα - γιατί κάνει μπαμ πως πρόκειται για μια συνθήκη που συντηρείται πέρα από τις πρώτες, χαλαρές και επίτηδες αποπροσανατολιστικές στιγμές και συνεχίζει να μας υπενθυμίζει τη παρουσία της μέχρι το τέλος. Όπως και στο πρόσφατοCloverfieldκαι το Diary of the Deadτου Ρομέρο αλλά και στο κλασσικό ανεξάρτητο του είδους, το Blair Witch Project, ο αόρατος κάμεραμαν είναι ο Ντούρασελ που δεν πέφτει, πιστός στο καθήκον. Μα για ποιο καθήκον μιλάμε, όταν γύρω του κυκλοφορούν τέρατα, ζόμπι ή μυστήρια από τον έξω από δω; Μια αναμφισβήτητα καλοφτιαγμένη ταινία τρόμου χάνει πολύτιμους πόντους από αυτή την εμμονή, καθώς και από την έλλειψη πρωτοτυπίας, σε ένα pattern που μοιάζει να επαναλαμβάνεται όχι και τόσο ανατριχιαστικά. Ο σχεδιασμός του ήχου είναι αβαντάζ, εκεί που η κλισέ εικόνα κρέμεται από τη στενή ανάπτυξη των χαρακτήρων.