Επεκτείνοντας σε μήκος και βάθος μια μικρού μήκους ταινία που γύρισε το 2001, ο Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Πολ Άντριου Γουίλιαμς χρησιμοποιεί τους ίδιους ήρωες αλλά και τους ηθοποιούς που τους υποδύονται για να αφηγηθεί ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή σε ένα κλειστό σύμπαν, έστω και αν κάποιοι από αυτούς σωματικά καταφέρνουν να επιστρέψουν από την κόλαση του Μπράιτον στη ρευστή ανωνυμία του Λονδίνου. Από εκεί ξεκινάει η κακιά στιγμή -αν μπορούμε να πιστέψουμε πως η στημένη εκπόρνευση μιας ανήλικης μπορεί να μην πάρει τραγικές διαστάσεις εκ πρώτης όψεως. Ο Γουίλιαμς στήνει ένα σκηνικό που αποτελείται από έναν προαγωγό, δυο λαϊκούς νταβατζήδες, μια πόρνη, μια ανήλικη που το έχει σκάσει από το σπίτι της και μερικά μαστούρια, φίλους της πόρνης. Ο σνομπ προαγωγός, κάτι σαν Ντέιβιντ Μπάουι της βρετανικής μαφίας, έχει ζητήσει από τους νταβάδες να του βρουν ένα 12χρονο κορίτσι για να ικανοποιηθούν, άγνωστο πώς ακριβώς, οι ορέξεις ενός πελάτη του. Χωρίς να μπορούν να κάνουν διαφορετικά, οι δύο άνδρες σχεδόν διατάζουν την υποχρεωμένη πόρνη να εντοπίσει στους δρόμους και να πείσει μια μικρή να εκδοθεί έναντι 100 λιρών.
Η ταινία ξεκινάει με τις δυο γυναίκες να μπαίνουν κάθιδρες και έντρομες, η μεγάλη μωλωπισμένη και η μικρή σοκαρισμένη, σε μια τουαλέτα. Αμέσως κλείνουν ένα εισιτήριο με το τρένο για το Μπράιτον, προσπαθώντας να ξεφύγουν από μια «στραβή», τις λεπτομέρειες της οποίας μαθαίνουμε σταδιακά. Ο προαγωγός με φανερή αηδία αποτείνεται στους νταβατζήδες σαν να ήταν υποτακτικοί του για να εντοπίσουν τις υπεύθυνες για το έγκλημα. Μένοντας προσωρινά στο σπίτι φίλων, που από το πρωί μέχρι το βράδυ πίνουν χασίς, δεν είναι και πολύ δύσκολο να τις βρουν και να τις ακινητοποιήσουν. Ο «κακός» είναι αποφασισμένος, διότι ο περίφημος πελάτης δεν είναι άλλος από τον πατέρα του. Έχει πάρει προσωπικά το ζήτημα και θέλει ακριβώς να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι τι πήγε στραβά εκείνη τη νύχτα. Μια ανομολόγητη βεντέτα μεταξύ του γιου και του πατέρα ελλοχεύει, την ίδια στιγμή που η πόρνη αναζητεί πελάτες στο Μπράιτον για να βρει χρήματα για τη μικρή και την ίδια, αναπτύσσοντας ένα μετέωρο μητρικό ένστικτο.
Αποτίνοντας φόρο τιμής στο ρεαλιστικό σινεμά, περισσότερο ως αναγνώριση επιρροών παρά ως πράξη μίμησης, ο Γουίλιαμς αποφεύγει συστηματικά τις παγίδες που οδήγησαν τον Γκάι Ρίτσι στο πλήρες αδιέξοδο: Ο νέος αυτός σκηνοθέτης παίρνει τη σκοτεινή πλευρά της μητρόπολης στα σοβαρά, ενώ ο κύριος Μαντόνα κατάντησε να αυτοπαρωδείται για να στηρίξει τις φάρσες του υποκόσμου ή να δει τον υπόκοσμο επανειλημμένα ως φάρσα.
Όποιος επιχειρήσει να βγάλει ένα σαφές νόημα στο Λονδίνο-Μπράιτον, έχει χάσει το νόημα μιας ταινίας που το πάει αλλού. Ισορροπώντας με σωστές κινήσεις ανάμεσα στο μελόδραμα και στο θρίλερ μυστηρίου, το φιλμ μιλάει για τα στρώματα που συναποτελούν μια φέτα του υποκόσμου. Στην κατώτερη βαθμίδα είναι οι αποδέκτες των ναρκωτικών ουσιών, άβουλοι και απλοί συνεργοί, απαθείς και ανώδυνοι. Κανείς δεν τους δίνει σημασία και δεν μπαίνει καν στον κόπο να τους ξεπαστρέψει. Στη κορυφή ένας έξυπνος αριστοκράτης, ένας κυνικός και σινιέ τύπος που δεν ανέχεται τους νταβάδες: Τους βρίσκει πολύ δεύτερους και ενοχλητικούς. Θέλει να τους ξεφορτωθεί και θα το έκανε με τη πρώτη ευκαιρία, αν έβλεπε πως δεν του έκαναν σωστά τη δουλειά. Η πόρνη και η μικρή προστατευόμενη δεν στοχοποιούνται από την ήσυχη μανία του. Υπάρχει μια εξομολογητική σκηνή μεταξύ της ανήλικης Τζοάνα και του απειλητικού άνδρα, κατά τη οποία μιλάνε σαν αδέλφια από διαφορετικούς γονείς και μοιράζονται τον πόνο της βίας και τη μοναξιά που δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά μόνο από αυτούς που έχουν φύγει οικειοθελώς, πνευματικά πάντα, από την πατρική σκέπη. Τα βιώματά τους δεν είναι ταυτόσημα φυσικά, αλλά συναντιούνται σε μια στιγμή που ο θάνατος τους ακουμπάει έμμεσα. Εκείνος έχει χάσει τον πατέρα του βίαια και το μόνο που επιθυμεί πλέον είναι να μυήσει τη «μικρή αδελφή» του σε έναν υπόγειο κύκλο, με την ανάληψη των ευθυνών της. Ή θα γίνει με τη σειρά της εγκληματίας ή θα επιστρέψει, αφού πρώτα έχει δει με τα δικά της μάτια, και όχι χαμένη μέσα στο κυνηγητό, το ντόμινο της ανεξαρτησίας της.
Ευτυχώς ο Γουίλιαμς δεν επιβάλλει τη στρεβλή ηθική των πρωταγωνιστών με κολάσιμες ενέργειες ή με την επιδίωξη ενός στρογγυλού φινάλε. Πραγματοποιεί ένα ταξίδι και παίρνει διαδοχικά τις θέσεις των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν σε αυτό το δράμα. Μέσα σε 80 λεπτά ακούει την αγωνία τους, χωρίς ατζέντα.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0