Μια φορά κι έναν καιρό η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου αρνιόταν πεισματικά να δώσει Όσκαρ σκηνοθεσίας στον Στίβεν Σπίλμπεργκ, παρά τον Εξωγήινο, τα Σαγόνια, τις Στενές Επαφές. Ίσως το πνεύμα της εποχής δεν τον θεωρούσε αρκετά ώριμο για τέτοια τιμή. Πολύ πριν αλλάξει αναφανδόν το zeitgeist, με τη Λίστα του Σίντλερ και τη Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν, κάποια στελέχη της Ακαδημίας αποφάσισαν να του απονείμουν το 1986 το βαρύτιμο Irving Thalberg Award, το τρόπαιο που δίνεται σε εξέχουσες προσωπικότητες για το ρόλο τους ως παραγωγών. Το βραβείο θεωρήθηκε ως αμήχανη παρηγοριά ή ως κακόγουστο αστείο, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς. Ήλθε αμέσως μετά την ντροπή της αποτυχίας του Πορφυρού Χρώματος στα Όσκαρ και ουσιαστικά ήταν ανέκδοτο, καθώς η συμβολή του Σπίλμπεργκ στην καρέκλα του παραγωγού αφορούσε ταινίες όπως το Πνεύμα του Κακού, τα Γκρέμλινς, το Επιστροφή στο Μέλλον και το Young Sherlock Holmes, που δεν είδε ψυχή στις αίθουσες. Στην καλύτερη περίπτωση, το ειδικό αυτό βραβείο, που απονέμεται μόνο κατά περίπτωση, ήταν προφητικό, αν και τα βραβεία γενικά δεν δίνονται για τη μελλοντική δουλειά του καλλιτέχνη.

Ο Σπίλμπεργκ, όπως έδειξε η ιστορία, είναι τόσο ανήσυχος και παραγωγικός που δεν προλαβαίνει να σκηνοθετήσει όλα τα σενάρια ή τις ιδέες που τον ενδιαφέρουν. Μέχρι την τελευταία στιγμή το παλεύει αλλά τις μισές τις παραχωρεί, ή, όταν δεν αποχωρήσει τελείως, κρατάει το πόστο του σκηνοθέτη. Το περίεργο είναι πως ενώ πολλοί άλλοι είναι κανονικοί ή executive παραγωγοί χωρίς να δίνουν στίγμα, οι ταινίες με το όνομα του Σπίλμπεργκ φέρουν πάντα την υπογραφή του στο στυλ, στο στόρι ή στο θέμα. Ακόμη πιο περίεργο είναι το χάσμα ανάμεσα στο τελικό αποτέλεσμα και στην υπόθεση του πώς θα ήταν η ταινία αν την σκηνοθετούσε ο ίδιος. Τα στοιχεία υπάρχουν, η θέση του ακούραστου μέντορα ισχύει, το πνεύμα της εμπορικότητας είναι παρόν, αλλά όλα τα φιλμ, από τις Αναμνήσεις μιας Γκέισαςμέχρι το Παγιδευμένοι, για το οποίο μιλάμε, υπολείπονται. Αν ήμουν στη θέση του Σπίλμπεργκ, θα χαιρόμουν φυσικά αν η ταινία στην οποία έκανα παραγωγή θα έβγαζε κέρδος, αλλά θα χαιρόμουν διπλά αν επιβεβαιωνόταν η θεωρία πως, χωρίς εμένα, δεν ήταν και τόσο σπουδαία ή αξιομνημόνευτη.

Η ταινία Παγιδευμένοιέχει όλα τα συστατικά μιας σπιλμπεργκικής περιπέτειας, εξόν το ουδέτερο προαστιακό περιβάλλον: ένα νεαρό πρωταγωνιστή, προβληματικό, συμπαθή, έξυπνο, ευαίσθητο, με άλυτα πατρικά «θέματα», μια ενδιαφέρουσα γυναίκα παρτενέρ, καλή μάνα αλλά όχι προκλητική και τέλεια, αποθέωση της επικίνδυνης χρήσης της τεχνολογίας, γρήγορο μοντάζ και την αίσθηση που άφηναν τα Σαγόνια του Καρχαρία στο φινάλε, με τη διαφορά πως αντί ο θεατής να φοβάται να μπει στη θάλασσα, τώρα αναρωτιέται με τρόμο αν τα κινητά και οι κάμερες παρακολουθούν ανελέητα κι εκείνον. Ο Σάια Λαμπέφ είναι ο τυπάκος που καταδιώκεται από μια άγνωστη φωνή και συνοδοιπόρος είναι η Μισέλ Μόναχαν σε μια κούρσα θανάτου. Ο νεκρός αδελφός του πρώτου έχει κρύψει ένα στρατιωτικό μυστικό. Η δεύτερη φοβάται για το παιδί της. Στόχος είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Δράστης είναι ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής που παρερμηνεύει τα δεδομένα και κάνει κατάχρηση εξουσίας.

Μετά το λαχανιασμένο παροξυσμό μιας εξαιρετικής εισαγωγής στους χαρακτήρες και τη δράση, σύντομα έρχεται ο καταιγισμός υπερβολής και απιθανότητας - μα με πόσους πυροβολισμούς ζει ο άνθρωπος; Ας μην ξεχνάμε πως στις ταινίες του Σπίλμπεργκ η κάθαρση που επιδιώκει είναι διαυγής και τα μάτια του ορθάνοιχτα, σαν του μικρού παιδιού, μπροστά στο θαύμα της ίδιας της δουλειάς που απολαμβάνει. Με τη διαφορά πως οι Παγιδευμένοι έχουν μια αφέλεια διεκπεραιωτική, που φαίνεται από τις κακές ραφές και την απουσία σκηνοθετικής αναζήτησης του ανθρώπινου παράγοντα.