Όταν ξαφνικά οι γονείς του, λόγω των αριστερών πεποιθήσεών τους, αναγκάζονται να «φύγουν διακοπές» και τον αφήνουν με τον παππού του σε μια γειτονιά του Σάο Πάολο, ο κόσμος του Μάουρο ανατρέπεται. Πόσω μάλλον που τελικά πρέπει να μείνει με το γείτονα του παππού του, τον Σλόμο, ένα μοναχικό Εβραίο, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη συνοικιακή συναγωγή. Καθώς περιμένει τηλέφωνο από τους γονείς του, ο Μάουρο αντιμετωπίζει μια σκληρή, συχνά οδυνηρή πραγματικότητα, που όμως έχει και χαρούμενες στιγμές. Θα κάνει αρκετούς νέους φίλους, όπως η Ιρένε, η Χάνα, ο Ράμπι, ο Ίταλο και ο Έντγκαρ, και μαζί τους θα μοιραστεί όχι μόνο την αγάπη του για το ποδόσφαιρο και τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα αλλά και το πάθος να ξαναβρεί την ευτυχία που του στέρησε η δικτατορία. Μια τυπική, χαριτωμένη δραματική κομεντί, με ήρωα ένα παιδί που βαδίζει ανάμεσα σε αντιξοότητες, αυτό που ονομάζεται στη γλώσσα του κινηματογραφικού εμπορίου «coming of age story» και αποτελεί ένα είδος από μόνο του. Επειδή αφορά κόσμο, συγκινεί και πατάει σε αναμνήσεις και στην ευαίσθητη χορδή της μετάβασης από έναν αθώο κόσμο σε μια σκληρή πραγματικότητα, καλεί τον όποιο θεατή να αναλογιστεί τις επιπτώσεις της δικής του ρήξης (δεν μπορεί, κάποια θα έχει απωθήσει) και να ταυτιστεί με το ιστορικό πλαίσιο. Αν και το Παγκόσμιο Κύπελλο του Μέξικο είναι η πρώτη μεγάλη διοργάνωση που μεταδόθηκε από την ελληνική τηλεόραση και τη θυμάμαι ως ένα μικρό θαύμα αθλητικής ανάτασης και πρωτόγνωρης τεχνολογίας (και την έχω ξαναδεί πολλές φορές και στα σινεμά της εποχής), η ταινία δεν τιμά τη μεγάλη Βραζιλία των Πελέ, Ριβελίνο, Γκέρσον και Ζαϊρζίνιο. Είναι λίγη, κλισέ και προσπαθεί να στρογγυλέψει όλες τις άκρες του είδους που προανέφερα.