Η μικρή ηρωίδα Στέλλα Βλαμένκ (καμία σχέση με το ζωγράφο) έχει τα ίδια αρχικά με τη σκηνοθέτη Σιλβί Βερέντ. Και οι δυο τους έμεναν σε ένα σπίτι ακριβώς πάνω από την πολυσύχναστη καφετέρια των γονιών της, του ιδιοκτήτη και της αρχισερβιτόρας δηλαδή. Και οι δυο πήγαν τη πρώτη μέρα στο σχολείο τους με μια μπάλα ποδοσφαίρου υπό μάλης, έφτυσαν ένα αγόρι και γύρισαν σπίτι με μαυρισμένο μάτι από την μπουνιά που δικαίως δέχτηκαν. Ήταν ονειροπόλες και αγοροκόριτσα ταυτόχρονα, ως αποτέλεσμα της κοριτσίστικης φύσης τους και της πρόωρης παρέας με μεγάλους, τους πολύχρωμους θαμώνες που έπιναν, έβριζαν, κάπνιζαν, φλέρταραν, έπαιζαν χαρτιά και φλίπερ.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 τα άφιλτρα γαλλικά τσιγάρα και η διονυσιακή αλητεία μιας παριζιάνικης γειτονιάς θα μπορούσαν να είναι ένα κανονικό μέρος για την ανατροφή ενός παιδιού - αντίθεση με το προσεκτικό, υγιεινό αλλά και αποστειρωμένο μεγάλωμα του σήμερα. Η Στέλλα δεν ήταν ενσωματωμένη στις καθημερινές παραστάσεις των γονιών της και αντιστάθμιζε της ακαδημαϊκές της ελλείψεις με τη γνώση του καλού πεζοδρομίου. Μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι δεν προέρχεται από τον Τρίτο Κόσμο ή τη Λατινική Αμερική, αλλά μην πάμε μακριά. Και στην Ελλάδα της περασμένης γενιάς τα παιδιά ήταν βασικά ακυβέρνητα στην εξερεύνηση του έξω κόσμου και σαφώς πιο ελεύθερα στην πρακτική διαδικασία αντίληψης της εφηβείας τους.
Το κλειδί στην αδυναμία της Στέλλα να προσαρμοστεί στη διαδρομή ανάμεσα στο χύμα καφέ και στις απαιτήσεις του σχολείου είναι μια συμμαθήτριά της εβραιο-αργεντίνικης καταγωγής, η Γκλάντις, μια συγκριτικά πολύ πιο ελεγχόμενη, συγκροτημένη κοπέλα. Η φιλία τους είναι καταλυτική, αλλά το σημαντικό στοιχείο σε αυτό το πορτρέτο εφηβείας που ξεχώρισε στο περσινό φεστιβάλ Βενετίας είναι το πλαίσιο που θέτει η Βερέντ. Το καφέ του Σερζ και της Ρόζι είναι ένα μεγάλο σχολείο από μόνο του. οι πελάτες, με τη διαφορετική τους αφετηρία και κοινό παρονομαστή το κέφι, τη μέθη και τη διάθεσή τους να ξεσκάσουν και να εξομολογηθούν, γίνονται ορατοί από τα μάτια μιας μικρής που μεγαλώνει ερήμην τους, αλλά μαθαίνει, ερήμην της επίσης, πώς οπλίζεται και διαμορφώνεται ένας χαρακτήρας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Στέλλα φαίνεται σαν νάνος παρατηρητής και αντιδράει σαν ένα χαρισματικό μικρό παιδί που γνωρίζει και ικανοποιεί τα τερτίπια των μεγάλων (ευτυχώς, όχι όλα) για να τους γοητεύσει αλλά και να επιβιώσει. Έχοντας γίνει δεκτή σε ένα γυμνάσιο με πλουσιόπαιδα, πρέπει να μάθει να αμύνεται για να επιβιώσει και ο μόνος τρόπος να το κάνει είναι να κλειστεί στον εαυτό της - οι γνώσεις της στη χαρτοπαιξία του καφενείου ή στα κοκτέιλ δεν είναι συμβατές. Και η Μπαρμπαρά, το κινηματογραφικό alter ego της Βερέντ, είναι ιδεώδης επιλογή, στο μέτρο που πείθει για την αυθεντικότητα της εκρηκτικής αμηχανίας ενός κοριτσιού, προσωρινά κλειδωμένου ανάμεσα στο κλειστοφοβικό μικρόκοσμο του ανοιχτού σπιτιού της και στις απεριόριστες δυνατότητες που ανοίγονται στο καινούργιο σχολείο της, αν μάθει βέβαια πώς να επιβάλλει το χαρακτήρα της στις άγνωστες συνθήκες.
Αυτή η προσωρινή, αλλά μεγάλης διάρκειας στιγμή της μετεωρικής και αναπάντεχης μετάβασης είναι το έναυσμα για τις μυριάδες εμπνεύσεις πάνω στο θέμα της εφηβείας. Αντίθετα με τη ναρκωμένη απάθεια ή τη σπινταριστή υπερβολή που συνήθως βλέπουμε, η Στέλλα καταφέρνει να ανασυνθέσει μια άλλη εποχή με την επεισοδιακή γοητεία της υπό διαμόρφωσης προσωπικότητας
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0