Η 16χρονη Μαρίνα προσπαθεί να συμφιλιώσει τις διαλυμένες ζωές των γονιών της κάπου στο Μεξικό, η Σίλβια στο Πόρτλαντ πρέπει να θάψει μια αμαρτία του παρελθόντος, το ζευγάρι Τζίνα και Νικ αντιμετωπίζει μια μυστική υπόθεση και η Μαρία, ένα νεαρό κορίτσι, βοηθά την οικογένειά της να βρει συγχώρεση και αγάπη. Όλοι ανακαλύπτουν ότι οι ενέργειές τους μπορεί να ορίζουν την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.

Χωρίς τη σκηνοθετική αρωγή του Αλεχάντρο Ινιαρίτου, ο σταθερός του σεναριογράφος χειρίζεται την κάμερα, μετά από μια έντονη, δημόσια διαφωνία τους γύρω από το ποιος τελικά είναι ο δημιουργός μιας ταινίας, ο σκηνοθέτης ή ο συγγραφέας της. Απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με το χέρι στη φωτιά. Εν αρχή ην ο λόγος, αλλά στο φινάλε ο σκηνοθέτης παίρνει τις τελικές αποφάσεις, έχοντας την κυριαρχία του γενικού τόνου αλλά και των ειδικών παραμέτρων που καθορίζουν τον τρόπο της ταινίας, την προσωπικότητα της. Η διαφορά εδώ, όπως και στην περίπτωση των Τσάρλι Κάουφμαν και Σπάικ Τζονζ, είναι πως ο σεναριογράφος δεν είναι ένας τυχαίος γραφιάς με ταλέντο, αλλά ένας καλλιτέχνης με συγκεκριμένες ανησυχίες, μια ολοκληρωμένη και ευδιάκριτη κοσμοθεωρία που αποτελείται από φορμαλιστικό κορμό και σταθερή θεματολογία. Ο Γκιγιέρμο Αριάγα είναι αυθύπαρκτος, έχοντας επινοήσει μια δομή η οποία χωράει τις ιστορίες που τον ενδιαφέρουν να αναπτύξει. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τα Σύνορα της Μοναξιάς συμπίπτει χρονικά με το αντίστοιχο του Κάουφμαν, στη Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης. Και στους δύο, η απουσία των γνωστών συνεργατών τους δεν είναι απλώς η έλλειψη ενός εικονοποιού. Ο Τζονζ και ο Ινιαρίτου αναδείκνυαν τα σενάριά τους, τους έδιναν το κάτι παραπάνω, εξισορροπούσαν τους πλατειασμούς και τις υπερβολές, δρούσαν όπως κάποιος φωτισμένος παραγωγός αμβλύνει τις εμμονές ενός σκηνοθέτη που καίγεται από το όραμά του και δεν το εξυπηρετεί με τον τρόπο που φανταζόταν. Για παράδειγμα, ο Τζονζ κρατούσε τον υπερρεαλισμό του Κάουφμαν σε γήινα μονοπάτια και του προσέδιδε ένα ιδιαίτερο χιούμορ. Αντίστοιχα, ο Ινιαρίτου έραβε την ποίηση στις σκιές των ηρώων του Αριάγα, άνοιγε τα τοπία, δημιουργούσε μια οργανική έννοια του χώρου. Αυτό δεν σημαίνει πως η πρόθεση και η εκτέλεση του Αριάγα απορρίπτεται, ούτε όμως ότι δικαιώνεται αυτόματα η επιλογή του να θέσει τους όρους του παιχνιδιού αυστηρά και αποκλειστικά με τα δικά του κριτήρια. Τα Σύνορα της Μοναξιάς διατηρούν αμόλυντους τους μηχανισμούς που τον έκαναν διάσημο, αφηγούνται πολλές ιστορίες που διασταυρώνονται οργανωμένα μέχρι την άκρη του νήματος, και διασχίζουν αξιοθαύμαστα τη γυναικεία ψυχοσύνθεση, μέσα από τους ρόλους της Σαρλίζ Θερόν (σε μια απογυμνωμένη και αφτιασίδωτη ερμηνεία) και της Κιμ Μπέισιντζερ. Ο Γκιγιέρμο Αριάγα δεν θέλει να ωραιοποιήσει τους χαρακτήρες. Επιμένει στα μυστικά που επιτείνουν τη δυστυχία τους και τους θέλει αρματωμένους στη μοναξιά και την αδυναμία τους να νιώσουν κανονικά. Η σκηνοθεσία του δεν συμφωνεί πάντα με τη γραφή. Άλλοτε διακοσμεί υπογραμμίζοντας, κι άλλοτε παίρνει απόσταση. Το έργο μοιάζει κουρασμένο, ειδικά στα μάτια των θαυμαστών του Μεξικανού σεναριογράφου, που θα αισθανθούν πως έχουν συγκινηθεί και αναστατωθεί πιο βαθιά με τα 21 Γραμμάρια και τη Βαβέλ.