Το μεσαίο όνομα της Γκαμπριέλ Σανέλ ήταν Bonheur, αλλά η ευτυχία στη ζωή της δεν ήρθε ποτέ, τουλάχιστον όχι με τη συμβατικά χαμογελαστή εικόνα που θέλουμε να την ορίζουμε. Αντιθέτως, πάλεψε σκληρά για να επιβληθεί και αυτό το ακριβό άρωμα της μοναξιάς της κορυφής, μεθυστικό όσο το φημισμένο πεντάρι της, αλλά πιο απόμακρο, την πότισε όπως η εξουσία κολλάει σ’ αυτούς που την επιδιώκουν ως ασπίδα προστασίας τους.

Η ταινία του Κουνέν μιλάει για ένα παιχνίδι επιβολής και εξουσίας, που μοιράζεται στους ρόλους που υποδύθηκαν δυο ηγετικές προσωπικότητες της τέχνης και του γούστου. Η Σανέλ και ο Στραβίνσκι συναντήθηκαν νοερά (κάτι που έχει καταγραφεί) στην πρεμιέρα της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης, μιας παράστασης που σόκαρε τους συντηρητικούς θεατές για την πρωτοποριακή χρήση της ατονικής μουσικής και της πριμιτίφ χορογραφίας του Ντιαγκίλεφ και των Ρωσικών Μπαλέτων. Χρόνια αργότερα, η φτασμένη σχεδιάστρια, γνωστή ως Κοκό πλέον, και ο ασυμβίβαστος συνθέτης ήρθαν πιο κοντά και ένιωσαν ακατανίκητη έλξη, χωρίς να κολλήσουν ο ένας με τον άλλο. Η Σανέλ έμεινε πιστή στην εργένικη εργασιομανία της και ο Στραβίνσκι πάλευε ανάμεσα στο πάθος του, τα μουσικά του πιστεύω και το καθήκον του προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

Πλούσια και δυνατή, η Σανέλ σπίτωσε τον Στραβίνσκι και την οικογένειά του και αντιμετώπισε με ψυχραιμία την έκδηλη αμηχανία της Ρωσίδας συζύγου και τη βουβή υποταγή του Στραβίνσκι, ο οποίος αναγκάστηκε να αποδεχθεί το ανορθόδοξο σκηνικό για να δουλέψει ελεύθερα. Μέσα του δεν ένιωσε ποτέ την αυτονομία που αξιοζήλευτα η Σανέλ είχε κατακτήσει. Στο πρόσωπό της βρήκε μια χειραφετημένη ερωμένη και έναν μαικήνα, που ενθάρρυνε τη δημιουργία του. Ο Κουνέν δεν έχει πλοηγήσει στο παρελθόν τέτοιου είδους ταινία, αν και δεν του είναι άγνωστος ο δυναμικός ανταγωνισμός. Απλώς, εδώ προσαρμόζεται στη φύση των χαρακτήρων και την εποχή.

Σε σχέση με την έτερη ταινία με θέμα τη ζωή της σχεδιάστριας, το Κοκό πριν τη Σανέλ της Αν Φοντέν, που θα προβληθεί στην Ελλάδα σε λίγες εβδομάδες, υπάρχει σαφής διαφορά στο χρονικό περίγραμμα: η ταινία του Κουνέν παραλαμβάνει τη Mademoiselle εκεί που την αφήνει η Φοντέν, δηλαδή μετά το θανατηφόρο τροχαίο που στοίχησε τη ζωή του μεγάλου της έρωτα, του Boy, και χαλύβδωσε την πεποίθησή της πως μόνη της θα χτίσει την αυτοκρατορία και δεν θα εξαρτάται από τις ατραπούς του συναισθήματος. Ως φιλμική κατασκευή, το Κοκό και Ιγκόρ είναι σαφώς πιο ενδιαφέρουσα και φιλόδοξη. Συνδυάζει τον εκφραστή της μοντέρνας μουσικής με την εμπνεύστρια της μοντέρνας γυναίκας, δυο μεγάλα γεγονότα του 20ού αιώνα. Και το κάνει περίτεχνα, δένοντας τη μουσική γύρω από την κυκλοθυμική ψυχοσύνθεση μιας αμφιταλαντευόμενης ιδιοφυΐας και την ατσάλινη θέληση μιας γυναίκας που επέμενε σε αυτό που επιθυμούσε, και αργά ή γρήγορα το έπαιρνε. Το υλικό της ταινίας είναι αμφίβολο, βασίζεται σε δραματοποιημένες εικασίες και ελάχιστες αποδείξεις.

Γνωρίζουμε πως η Σανέλ όντως παρακολούθησε την Ιεροτελεστία, πως είχαν σχέση, και από κάποιες επιστολές που βρέθηκαν στα χέρια του Ντιαγκίλεφ, ο Στραβίνσκι έγινε έξαλλος με την αυταρχική στάση της ερωμένης του -τη θεώρησε χειραγωγική και μειωτική προς αυτόν- και ότι πέθαναν τη ίδια χρονιά, το 1971, λεπτομέρεια που ο Κουνέν αξιοποιεί για το συγκινητικό του φινάλε. Τα υπόλοιπα είναι καλόγουστο fiction, που μετατρέπεται σε μια μικρή, κομψή, ερωτική όπερα. Το πραγματικό αλισβερίσι της Κοκό με τον Ιγκόρ είναι ένα μυστήριο και τα εύσημα ανήκουν στη σκηνοθεσία του Κουνέν που δεν άφησε να αιωρούνται αινίγματα προς επίλυση.

Πρόκειται για δυο δυνατές προσωπικότητες που συγκρούονται και ματώνουν στο περιθώριο του οίστρου τους και με δεδομένη τη διαφορά φάσης (η αναγνωρισμένη Σανέλ ρύθμιζε τις τάσεις, ενώ ο avant guard Στραβίνσκι άργησε να γίνει πλήρως αποδεκτός). Το μεγάλο και ίσως μοιραίο πρόβλημα της ταινίας είναι η ανεπάρκεια της Άνα Μουγκλαλίς, της οποίας η ομορφιά παγώνει σε μια συνεχή πόζα βαθύφωνου ανδρογυνισμού και αδυνατεί να μεταφέρει τις εσωτερικές ταλαντώσεις της Σανέλ. Χωρίς να θέλω να μειώσω την εγνωσμένη προσπάθειά της να υποδυθεί χωρίς να μοιάζει, η μούσα του Λάγκερφελντ και του Οίκου Σανέλ έβαλε τα παπούτσια και τα φορέματα και στήθηκε σαν ένα σάρκινο άγαλμα με φόντο την ιστορία της μόδας.