Μετά τον (διαδικτυακό) ντόρο που δημιουργήθηκε γύρω από τις ομοιότητες του φιλμ του Αρτούρο Ριπστάιν από το 1973, Το Κάστρο της Αγνότητας, με τον Κυνόδοντα, επόμενο ήταν να δούμε σε επανέκδοση αυτή την ταινία με το ομολογουμένως παρόμοιο θέμα, που ωστόσο βασίζεται σε πραγματική ιστορία της δεκαετίας του '50 και που αργότερα ενέπνευσε ένα μυθιστόρημα κι ένα θεατρικό έργο. Εδώ υπάρχει ένας δυνάστης πατέρας που κρατάει φυλακισμένη την οικογένειά του επί 18 χρόνια, μακριά από τα κακά του έξω κόσμου, στο σπίτι, υποχρεώνοντας τη σύζυγο (στην οποία φέρεται σαν να είναι ζώο), τον έφηβο γιο, τη μεγάλη και τη μικρή του κόρη να τον βοηθάνε στην παρασκευή ποντικοφάρμακου, πηγή του βασικού εισοδήματος για την οικογένεια. Εκτός από τη γυναίκα του, τα παιδιά δυσφορούν και το σεξουαλικό τους ένστικτο ξυπνάει σε ένα στρεβλό περιβάλλον. Εδώ οι συγκρίσεις σταματούν.

Το φιλμ του Μεξικανού σκηνοθέτη και μαθητή του Μπουνιουέλ είναι μια σαφής πολιτική αλληγορία για την καταπίεση στο Μεξικό, με έντονα συμβολικά στοιχεία: ο έξω κόσμος είναι ο κλοιός που σφίγγει το φέουδο, το παλιομοδίτικο και καταρρέον φρούριο ενός αφέντη που νομίζει πως ξέρει καλύτερα ποιο είναι το καλό των «υπηκόων» του, τα δε ονόματα των παιδιών είναι Μέλλον, Ουτοπία και Θέληση - πιο συμβολικό δεν γίνεται. Η βασική διαφορά είναι το ύφος. Ο Λάνθιμος επιτίθεται πιο ύπουλα, με μια σκηνοθετική τόλμη που κρατάει το σασπένς και μέσα από τη φόρμα και ένα σαρκαστικό χιούμορ που σχεδόν υπονομεύει τη σοβαρότητα του θέματος, ενώ ο Ριπστάιν σκηνοθετεί μελοδραματικά, σαν να ανακατεύει ταινία παλιάς εποχής με τις τάσεις της κοινωνίας και του σινεμά των '70s.