Οι Απόγονοι είναι χωρίς αμφιβολία μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, μια ώριμη δημιουργία για ώριμους θεατές, πιστή στην παράδοση του Αλεξάντερ Πέιν, ο οποίος παραλαμβάνει «ελαττωματικούς» άνδρες και παρακολουθεί το σλάλομ τους με ανθρώπινες ανάσες, γλυκόπικρες στιγμές, χιουμοριστικά στιγμιότυπα, σοβαρά διλήμματα και δύσκολες αποφάσεις. Ο Ματ Κινγκ δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της εργογραφίας του Πέιν: εφεδρικός γονιός και ημι-υπεύθυνος σε όλα του, βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να πρέπει ν’ αναλάβει την κηδεμονία των δυο κοριτσιών του, να κάνει την αυτοκριτική για έναν γάμο που έχει αποτύχει, να καταπιεί το γεγονός πως η εν διαστάσει γυναίκα του τον απατούσε, να βρει τον εραστή της και ν’ αποφασίσει αν θα πουλήσει μια παραδεισένια παραλία που ανήκει στην οικογένειά του και θ’ αποφέρει σε όλα τα μέλη μια σεβαστή χρηματική περιουσία. Ενώ η ταινία εκτυλίσσεται στη Χαβάη και πολλά τοπία συνθέτουν αντιθέσεις μεταξύ της πρωτεύουσας και της ειδυλλιακής πλευράς του νησιού, οι Απόγονοι δεν είναι ακριβώς road movie, αλλά ταινία εσωτερικής διαδρομής, με πρωταγωνιστή έναν άνδρα στην κρισιμότερη καμπή της ζωής του και φόντο τα πρόσωπα και τα σκηνικά που καθορίζουν την ύπαρξή του και θολώνουν την κρίση του. Ενώ δεν φανερώνει γελοίο άνθρωπο, η περίσταση ενεργοποιεί έναν μηχανισμό ωριμότητας κι επιταχύνει το μπέρδεμα που νιώθει. Οι κόρες του δεν είναι απλή υπόθεση, καθώς η μεγαλύτερη τον αντιμετωπίζει με καχυποψία και απαξίωση που φιλτράρεται βίαια από την εφηβεία της και τη σχέση της μ’ έναν χύμα συνομήλικό της. Ο πατρογονικός παράγοντας είναι εξίσου σημαντικός. Το φιλέτο που έχει στην κατοχή της η οικογένεια (ένας κατάφυτος λόφος που καταλήγει σε μια καταπληκτική παραλία) θα λύσει όλα τα προβλήματα αν πουληθεί, αλλά οι τύψεις θα τον καταδιώκουν για πάντα. Είναι η μόνη του σύνδεση με μια ταυτότητα. Ο Ελληνοαμερικανός Πέιν ταυτίζεται με μια πιο εξωτική εκδοχή της οικογενειακής ρίζας και εμποτίζει το στόρι της συγγραφέως Κάουι Χαρτ Χέμινγκς, που με τη σειρά της έχει επίσης διπλή καταγωγή, όπως πολλοί κάτοικοι της Χαβάης, με μια ελληνική αίσθηση δεσμού κι ευθύνης ως προς την ιστορία και τη διατήρησή της. Κι ενώ θα μπορούσε να θαλασσώσει ένα σενάριο με πολλά θέματα που ανοίγονται και τέμνονται, ο Πέιν, μάστορας στην αφήγηση, συλλέγει τον ανθό με εμπιστοσύνη και ευγένεια. Με τη βοήθεια του επίσης ελληνικής καταγωγής Φαίδωνα Παπαμάικλ στη φωτογραφία, φτιάχνει αξέχαστες εικόνες ενός τόπου που μέχρι τώρα σπάνια χρησιμοποιείται για κάτι άλλο εκτός της φυσικής του καλλονής, και αξιοποιεί πλήρως το δισυπόστατο του τίτλου Descendants, που σημαίνει απόγονοι, αλλά και αυτοί που κατρακυλούν (από το ρήμα descend). Ο Ματ Κινγκ βρίσκεται σε καθοδική πορεία και πρέπει να κλείσει όλους τους λογαριασμούς, αν θέλει να ησυχάσει. Από την πρώτη σκηνή μέχρι την τελευταία, μπροστά στην τηλεόραση με τα παιδιά του (breakthrough η ερμηνεία της μεγαλύτερης κόρης Σαϊλίν Γούντλι), ο Τζορτζ Κλούνεϊ σκύβει μπροστά στη μοίρα και τη βούληση με ταπεινότητα και σύνεση. Ένας άνδρας με χαβανέζικα πουκάμισα, ιστιοπλοϊκά παπούτσια και πένθιμη εκκρεμότητα στο βλέμμα, που φλερτάρει με το γελοίο και σώνεται στο τσακ από την κατάρρευση, είναι ένα αξιοθέατο που αναπτύσσεται αξιοθαύμαστα, σε μια ακόμα ιδιότυπη υπαρξιακή κομεντί από έναν χειροτέχνη auteur.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0