Επειδή ο πρωταγωνιστής/οδηγός (Άρης Σερβετάλης) δεν είναι ο μόνος στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μπάμπη Μακρίδη που μιλάει σαν GPS ή σαν αυτόματος τηλεφωνητής από το έξω διάστημα, αλλά το ίδιο κάνουν και οι υπόλοιποι, είτε είναι η γυναίκα και τα δυο παιδιά του ή η παράξενη παρέα των μηχανόβιων, ο νεκρός φίλος του, ο άντρας που ζητάει μέλι και ο ιδιοκτήτης του ιστιοπλοϊκού σκάφους, αναγκαστικά εξάγω το συμπέρασμα πως το σύμπαν που περιγράφεται είναι ολοκληρωτικά παράλληλο, σχεδόν ανιμιστικό, μια διαθλασμένη εικόνα ζωής σε αποσπασματικό λόγο κι ελλειπτική μουσική. Η ταινία είναι κυριολεκτικά ανοιχτή: μετά την εισαγωγή με τον οδηγό που κατοικεί στο αμάξι του και μετακομίζει σε μια μοτοσικλέτα δεν κλείνει μόνο το σενάριο αλλά εξατμίζεται και το αρχικό εύρημα. Αν ο Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου ήταν μια ερμητική, σουρεαλιστική εκδοχή της οικογένειας με επίπεδα και αναγνώσεις, το L, που διαγωνίστηκε στο Sundance και συμμετείχε στο Ρότερνταμ, είναι το ντανταϊστικό μανιφέστο του άτυπου κινήματος του «παράξενου» νέου ελληνικού σινεμά του 21ου αιώνα - μια αντίδραση στον μπουρζουά καθωσπρεπισμό της κλασικής αφήγησης και μαζί ένα τέντωμα στα όρια του ίδιου του σινεμά που υπηρετεί αυτό το ρεύμα. Η φόρμα της ταινίας είναι αξιοσημείωτη, συγκεκριμένη και συνεκτική. Λείπουν, ωστόσο, το υπόγειο χιούμορ (τα ψήγματά του δεν λειτουργούν) και το ανθρώπινο στοιχείο.