Η απορία παραμένει και γίνεται μόνιμη και περίπου σπαστική: πώς είναι δυνατόν σε όλες τις ταινίες φρίκης, όπου τα γεγονότα, υπερφυσικά και μη, καταγράφονται από κάμερα που χειρίζεται άνθρωπος, η καταγραφή να συνεχίζεται όταν τα πράγματα γίνονται θανάσιμα και τερατώδη. Θα μου πείτε, δέξου τη σύμβαση, κάνε την υπέρβαση και απόλαυσε τον τρόμο. Το πρόβλημα είναι πως ο θεατής καλείται να ταυτιστεί με μια ρεαλιστική λογική κι ένα casualness, ακριβώς για να τρομάξει περισσότερο. Συνεπώς, βλέπει πιο εύκολα το κενό, και όταν το παρατηρήσει, εγκαταλείπει την ατμόσφαιρα, όντας προδομένος. Το V/H/S είναι μια σπονδυλωτή, αλλά κοτσωμένη ανθολογία του είδους, ένα best of των καλύτερων τερτιπιών στον τομέα της μαγνητοσκόπησης, κάτω από την ομπρέλα της ιστορίας της αναζήτησης μιας βιντεοκασέτας. Κάποια αποσπάσματα λειτουργούν, άλλα χάνονται σε έναν δαίδαλο εγγραφής, αφήνοντας τον θεατή να υποψιαστεί πως οι λήψεις επίτηδες δεν είναι ενιαίες και πως, κάποιες κρίσιμες στιγμές, η κάμερα ανήκει σε έναν από τους πολλούς σκηνοθέτες που υπογράφουν το πόνημα (που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ του Sundance) και όχι στο εκάστοτε θύμα.